Φωτιά στα Σαββατόβραδα

Μοιραστειτε το

Μυωπικό ον ο άνθρωπος, διαψεύδει το έτυμον του ονόματός του –άνω θρώσκω=ατενίζω ψηλά προς τον ουρανό– και μετά δυσκολίας βλέπει πέρα απ’ τη μύτη του. Πολλώ δε μάλλον την εποχή της σκληρής καραντίνας, που, φυλακισμένη η ματιά, κάνει καραμπόλες απ’ τα ντουβάρια του σαλονιού στα πλακάκια της κουζίνας. Με ανάρμοστες και πεσιμιστικές σκέψεις υποδέχομαι τη γενίκευση και διαιώνιση του αποκλεισμού. Και ταξιδεύει ο νους ευθύς στ’ αλλοτινά μαγικά Σαββατόβραδα, τότε που αγόρια, κορίτσια, γυναίκες, άντρες, γέροντες και μικρά παιδιά κλειδαμπάρωναν απέξω τις αυλόπορτες και βεγγέριζαν στους χωματόδρομους των συνοικισμών προτού ξεχυθούν παρέες παρέες σε σινεμάδες, λούνα παρκ, υπαίθρια σουβλατζίδικα, οικογενειακά ταβερνεία και μπουζουκομάγαζα.

Ιδιαζόντως απελευθερωτικές τελετουργίες, ανατάσεις του σώματος και της ψυχής, προβολές της πανταχόθεν συντεθλιμμένης επιθυμίας στην τροπόσφαιρα της ελευθερίας· ανάρχα και θεοί πείθονται. Διασώθηκαν ανεξίτηλα οι ολόφωτες νύχτες μας στη συλλογική μνήμη και την ιστορία μέσω της τέχνης. Πεζογραφία, ποίηση, θέατρο και κινηματογράφος μνημονεύουν εσαεί τις αλησμόνητες ανατολές της καρδιάς στα δειλινά της κάθε βδομάδας, τις οποίες κατέγραψε πριν και πάνω απ’ όλα το πεντάγραμμο.

Τα χιλιοτραγουδισμένα τούτα βράδια του Σαββάτου θριαμβεύουν για πάντα στο δημώδες και το αστικό άσμα. Τα αμέτρητα σχετικά ρεφρέν συμπυκνώνει εναργέστατα η φωνή του Στέλιου, σε μουσική Μίκη και στίχους Τάσου Λειβαδίτη: Πάει κι απόψε τ’ όμορφο/ τ’ όμορφο τ’ απόβραδο/ από Δευτέρα πάλι/ πίκρα και σκοτάδι./ Αχ, να ’ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο/ κι ο Χα- κι ο Χάρος να ’ρχονταν/ μια Κυριακή, μια Κυριακή το βράδυ. Κουβέντιαζα τις άλλες με επιστήθιο φίλο, το κολλητιλίκι μας με τον οποίο χρονολογείται απ’ το Γυμνάσιο. «Μόνο οι ξενέρωτοι βγαίνουν Σάββατο, οι παθητικοί καταναλωτές της βιομηχανικής διασκέδασης» ισχυριζόταν. «Οι ψαγμένοι απολαμβάνουν τις εξόδους τους στην απλοχωριά και την ησυχία των καθημερινών. Απορώ πώς εμείς ξεφαντώναμε παλιά με τον συρφετό» συμπλήρωσε. Του θύμισα ότι την περίοδο της εφηβείας μας τα Σάββατα ήταν εργάσιμη μέρα. Πηγαίναμε τα πρωινά στο σχολείο. Είχαμε συνήθως τετράωρο –άντε πεντάωρο το πολύ– κι οι καθηγητές επεδείκνυαν ευμενέστερο διδακτικό ζήλο. Απέφευγαν τις πολύπλοκες ασκήσεις ή τα αιφνιδιαστικά πρόχειρα διαγωνίσματα. Σωστό πανηγύρι στην τάξη.

Οι εργάτες στις οικοδομές και τις βιοτεχνίες, ολόκληρος στρατός τους δίσεκτους εκείνους καιρούς, καθώς και μεγάλο μέρος των πάσης φύσεως υπαλλήλων μετέτρεπαν σε ραβαΐσι το ακροτελεύτιο μεροκάματο, αφού στο τέλος της βάρδιας εισέπρατταν παγκούε το βδομαδιάτικο. Γέλια και χαρές ομαδόν στο σπίτι και στη γειτονιά. Καθολική έπαρση. Το μυαλό μικρών και μεγάλων εστίαζε στο βραδινό γλέντι, στο οποίο δίνονταν ματσωμένοι άνευ ορίων και όρων, καθότι η Κυριακή αποτελούσε τη μόνη μέρα χωρίς πρωινό ξύπνημα.

Σύμπασα η χώρα φάνταζε αλλιώτικη. Ιδού το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό υπόβαθρο των ονειρικών μας Σαββατόβραδων. Το πενθήμερο καθιερώθηκε επί ΠΑΣΟΚ το 1985. Κι όμως, οι περισσότεροι το ξεχνάμε. Ακόμα κι όσοι ζήσαμε έντονα τα επίμαχα χρόνια, νομίζουμε πως υπήρχαν από καταβολής κόσμου. Το ’χει, φαίνεται, χούι το είδος να δολιχοδρομεί στους λαβυρίνθους της ιστορίας, κρατώντας ανενεργό τον μίτο που συνδέει τα επιμέρους δωμάτια· να προβάλλει το παρελθόν στους παραμορφωτικούς καθρέφτες του παρόντος. Κατόπιν όλων αυτών, τρέμω στην ιδέα μήπως θεωρήσουμε δεδομένο ανέκαθεν τον υποχρεωτικό εγκλεισμό και αρνηθούμε να ξεμυτίσουμε όταν οι περιορισμοί της πανδημίας θα έχουν εκλείψει οριστικά.

Πηγή
Author: Δημήτρης Νανούρης

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...