Το θέατρο δεν είναι για μένα το μοναδικό πεδίο δημιουργίας

Μοιραστειτε το

«Πάντα οραματιζόμουν τον κινηματογράφο στο θέατρο. Με γοήτευε και το αντίθετο: το θέατρο στον κινηματογράφο. Αλλά η περίπτωση όπου ο κινηματογράφος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε παράσταση πρόζας ήταν στη «Σαλώμη», το 1992, στο θέατρο «Αμόρε». Γράφτηκαν τότε λίβελοι! Για το κατεστημένο της εποχής είχα συλήσει τα ιερά και τα όσια του θεάτρου».

Ο Δημήτρης Μαυρίκιος είναι ένας από τους σημαντικότερους εν ενεργεία σκηνοθέτες του ελληνικού θεάτρου. Πρωτοπόρος στη χρήση της κινηματογραφικής εικόνας στη σκηνή, τολμηρός στην εικαστική πλευρά της δουλειάς του, αλλά και στην ερμηνεία των κειμένων, ουσιαστικός και συναρπαστικός ως μεταφραστής. Δεν ανήκει στους δημιουργούς που ανεβάζουν συχνά παραστάσεις: μελετά προσεκτικά, εμμονικά θα έλεγε κανείς, την επόμενη κίνησή του.

Τα διαστήματα του εγκλεισμού που ακολούθησαν τον θρίαμβο του πιραντελικού –αλλά και δικού του- «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε», αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με τη συγγραφή. Ετσι, πρόσφατα κυκλοφόρησε η έμμετρη μετάφρασή του στην «Κόλαση» από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, που έχει ακριβώς τους ίδιους στίχους και τις ίδιες συλλαβές με το πρωτότυπο! Το έργο μεταφράστηκε, κατόπιν αιτήματος του Εθνικού Θεάτρου, καθώς επρόκειτο να σκηνοθετήσει ο ίδιος όλη τη «Θεία Κωμωδία».

«Τελικά το σχέδιο ναυάγησε -για λόγους που έχω ήδη εκθέσει πιο παλιά. Ηταν κρίμα να μην ολοκληρώσω τη μετάφραση της “Κόλασης”» μας λέει ο ίδιος.

● Ξεκινήσατε πολύ νωρίς την καριέρα σας. 22 ετών μόλις…

Ο Αγγελος και η Μαρία Δεληβοριά, στο Παρίσι, αλλά και ο Βασίλης Βασιλικός με την αλησμόνητη Μιμή, στη Ρώμη, ήταν οι πρώτοι που με ενθάρρυναν, με πίστεψαν ως σκηνοθέτη και μου στάθηκαν στη συνέχεια, μετά από δυο πριβέ προβολές της πρώτης μου ταινίας, «Τρωάδες». Ημουν 22 χρόνων. Θα τους είμαι εσαεί ευγνώμων. Εξίσου νωρίς ξεκίνησαν και οι μεταφράσεις για μένα. Πάντα χαρακτηρίζω ως «ευχή και κατάρα» τη σχεδόν αδιαπραγμάτευτη εντολή του Βολανάκη να μεταφράσω ο ίδιος το «Εξι Πρόσωπα Ζητούν Συγγραφέα» του Πιραντέλο το 1986 για το ΚΘΒΕ. Δεν είχα σκηνοθετήσει ως τότε θέατρο πρόζας, μόνο μία παράσταση με μουσική και ποίηση, που μου είχε αναθέσει ο Χατζιδάκις το ’80. Και μία όπερα, τον «Βέρθερο», στη Λυρική Σκηνή, το 1984.

● Από τότε ξεκίνησε μια ιδιότυπη σχέση με τον Πιραντέλο; Να πιστέψουμε ότι αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί; Ρωτώ, καθώς είναι σχετικά πρόσφατο το «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε».

Μια αυθόρμητη αντίδρασή μου θα ήταν: να μην το πιστέψουμε. Η επιβράδυνση της έννοιας του χρόνου λόγω κορονοϊού αφήνει λίγες χαραμάδες αισιοδοξίας. Αλλωστε δημιουργία δεν είναι μόνο η σκηνοθεσία. Υπάρχουν και άλλες δημιουργικές ασχολίες συμβατές με την κλεισούρα της καραντίνας. Η συγγραφή. Ενα θεατρικό, ένα μυθιστόρημα…

● Να ρωτήσω περισσότερα;

Να μην ρωτήσεις (γέλια)…γιατί η απάντηση θα είναι συγκεχυμένη… Απλώς θα πω ότι η πανδημία με βρήκε σε μια στιγμή που σκεφτόμουν κάτι βασισμένο στον έρωτα του Πιραντέλο για την ηθοποιό Μάρτα Αμπα, για την οποία έγραψε την Ιλσε, μια άλλη εκδοχή της Μομίνα, της ηρωίδας του «Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε», την οποία επίσης «θανατώνει» ως ηθοποιό-και όχι μόνο ως ρόλο- στο φινάλε του έργου. Και φυσικά το έργο θα γραφόταν για τη σπουδαία ηθοποιό μας Γιούλικα Σκαφιδά, «συνένοχή» μου στα πιραντελικά ταξίδια μας μετά την εξαίσια ερμηνεία της ως Μομίνα. Γενικά είμαι πολύ κοντά στον Πιραντέλο. Θα πω ένα περιστατικό: ανακάλυψα μια παιδική μου έκθεση. Στο τέλος της, ευχαριστώ ένα χελιδόνι που μου μίλησε, λέγοντάς του ότι με βγάζει από τη δύσκολη θέση του θέματος που μας είχε δώσει ο δάσκαλος: «Διάλογος με ένα χελιδόνι». Τι να πω; Οτι αυτή η «αυτοαναφορικότητα» στην έκθεση ενός εννιάχρονου παιδιού είχε επηρεαστεί από τον Πιραντέλο; Αν τον λάτρεψα αργότερα, οφείλεται προφανώς στο ότι ανέκαθεν με γοήτευε η σύγκλιση πραγματικότητας και μυθοπλασίας. Μαγικό το παιχνίδι.

● Μέσα στη γενική σύγχυση των τελευταίων ετών, ένα από αυτά που έχουν χαθεί είναι και η σχέση δασκάλου-μαθητή. Πολλοί άνθρωποι ακούγονται σήμερα σαν να προκύπτουν αυτοφυείς, σαν να μην έχουν πατήσει πάνω σε κάτι. Ηδη κατονόμασες τον Μίνω Βολανάκη ως δάσκαλο. Τι θυμάσαι από αυτόν;

Από πού ν’ αρχίσω; Από τον Βολανάκη δάσκαλο θεάτρου; Τον Μίνω δάσκαλο ζωής; Δεν έχω να θυμηθώ κάποια τυπική μαθητεία δίπλα του. Δεν υπήρξα μαθητής του σε θρανίο ή βοηθός του. Θυμάμαι τις ατέλειωτες κουβέντες μας σε δυο καφενεία της εποχής, το «Ντορέ» στη Θεσσαλονίκη και τη «Μαρονίτα» στην Αθήνα. Εκεί ήταν τα θρανία μου. Δεχόμουν ρεύματα μεγάλης συγκίνησης για το θέατρο. Ισως περισσότερο κι από τα λόγια του, θυμάμαι το πώς βούρκωνε όταν μιλούσε για το θέατρο. Επιπλέον τον θαύμαζα που σε εποχές γενικευμένης ομοφοβίας υπέβαλε τον σεβασμό για την ιδιωτική του ζωή. Τι κι αν ο περιρρέων αυριανισμός αποτολμούσε να τον χλευάσει; Οσο γενικευμένη είναι σήμερα η καταδίκη της ομοφοβίας, άλλο τόσο γενικευμένη ήταν τότε η ίδια η ομοφοβία, εκφρασμένη συχνά με ακραία χυδαιότητα.

● Είναι πολλές οι φορές που στις παραστάσεις σου -άλλωστε έχει σχολιαστεί ευρέως- έχεις χρησιμοποιήσει κινηματογραφημένα αποσπάσματα. Ως άνθρωπος ο οποίος προέρχεται από το σινεμά, ποια στιγμή αποφάσισες τη μετάβαση στο θέατρο;

Νιώθω ότι ποτέ δεν εγκατέλειψα τον κινηματογράφο. Υπάρχει δυναμικά στις παραστάσεις μου. Ενίοτε μάλιστα, όπως στην «Πάπισσα Ιωάννα» ή στον «Γυάλινο Κόσμο», θα έλεγα ότι στέκεται «συμπρωταγωνιστικά» δίπλα στη θεατρική δράση. Σπούδασα και τα δυο: θέατρο στο Παρίσι και κινηματογράφο στη Ρώμη. Πάντα οραματιζόμουν τον κινηματογράφο στο θέατρο. Με γοήτευε και το αντίθετο: το θέατρο στον κινηματογράφο. Ο «Οιδίποδας» και η «Μήδεια» του Παζολίνι, η «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, οι «θεατρογενείς» ταινίες του Βισκόντι, με συνέπαιρναν. Πρώτη μου ταινία, όπως είπα, ήταν οι «Τρωάδες». Κι αναρωτιόμουν γιατί στο θέατρο να εμπλέκονται όλες οι άλλες Τέχνες και όχι ο κινηματογράφος. Η αφορμή στην πράξη μού δόθηκε από τον Βολανάκη το 1977, όταν ανέβασε στη Λυρική Σκηνή το «Μαχαγκόνι», όπου ο Μπρεχτ ζητάει προβολές σλάιντς. Με κάλεσε και μου είπε: «Θέλω τρεις οθόνες με κινηματογραφικές προβολές, να προβάλλουν πουλιά που να πετάνε αέναα στην ερωτική σκηνή. Και στο υπόλοιπο έργο είσαι ελεύθερος να βάλεις ό,τι θέλεις». Οργίασα τότε εγώ! Αυτό στάθηκε η αρχή. Μετά ήρθε η συνεργασία με το Μ. Χατζιδάκι (1980) όπου ενέταξα κινηματογράφο στο θέατρο για πρώτη φορά. Αλλά η περίπτωση όπου ο κινηματογράφος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε παράσταση πρόζας ήταν στη «Σαλώμη», το 1992, στο θέατρο «Αμόρε». Τότε πρωτομπαίνει δυναμικά ο κινηματογράφος στο θέατρο. Οχι μόνο σε παράστασή μου, αλλά, νομίζω γενικά στην Ελλάδα. Ακραίες οι αντιδράσεις! Γράφτηκαν λίβελοι! Για το κατεστημένο της εποχής είχα συλήσει τα ιερά και τα όσια του θεάτρου.

● Εκτός από τη «Σαλώμη», γράφτηκαν και για άλλες δουλειές σου παρόμοιες κριτικές;

Ναι. Οι λίβελοι συνεχίστηκαν και για επόμενες παραστάσεις μου, μέχρι που σιγά-σιγά ο κινηματογράφος εγκαθιδρύθηκε γενικότερα στην ελληνική θεατρική σκηνή. Και για την «Ηλέκτρα» στην Επίδαυρο υπήρξαν πολλές αντιδράσεις από το τότε κατεστημένο, επειδή εισήγαγα «καινά δαιμόνια» της τεχνολογίας (κινηματογράφο αλλά και μια περιορισμένη χρήση μικροφώνων, κάτι που σήμερα δεν σχολιάζεται πια). Ηταν κάποιες φράσεις που, για λόγους δραματουργικούς και αισθητικούς, έπρεπε ν’ ακουστούν ενισχυμένες μέσα στη μουσική. Εσπευσε ο τότε «ποντίφιξ» και νυν καθαιρεθείς του παπικού αξιώματος να καταγγείλει την παράσταση, ήδη από τον τίτλο της κριτικής του, ως «αφόδευσή μου στην Επίδαυρο». Και -ω του θαύματος!- τα σκάγια χτυπούσαν ανελέητα και τη μετάφρασή μου… Τι κι αν ο Βαρβέρης και σχεδόν οι πάντες την είχαν εξυμνήσει.

● Ποιοι θα έλεγες πως είναι οι βασικοί άξονες της δουλειάς σου; Τι σε απασχολεί διαχρονικά;

Υποθέτω πως με απασχολεί το κατά πόσον συναντώ βιώματά μου μέσα σε ένα έργο. Οχι για να στήσω τον εαυτό μου στο κέντρο της σκηνής, αλλά για να χωθώ στο υπέδαφός της, σε ένα είδος ανασκαφής του ψυχισμού μου αναζητώντας μια βιωματική σχέση με το θέμα, κάτι που με καθιστά πιο ειλικρινή στο πώς θα το αφηγηθώ. Συχνά μάλιστα ανακαλύπτω εκ των υστέρων τον βαθύτερο λόγο της επιλογής ενός έργου.

● Στον «Γυάλινο Κόσμο», ποιος ήταν ο προσωπικός σύνδεσμος;

Το συνειδητό κίνητρο ήταν ο συγκεκριμένος χώρος. Οταν με κάλεσε η Ράνια Οικονομίδου να ανεβάσω κάτι που θα ήθελα στον πάνω όροφο του «Εμπρός», με το που είδα τον χώρο κι αυτές τις τζαμαρίες γύρω-γύρω στη βιοτεχνική γειτονιά που ήταν τότε η περιοχή, είπα αμέσως: «Γυάλινος Κόσμος» με τον έξω χώρο ως φυσικό σκηνικό στη διάρκεια όλης της παράστασης. Από κει και πέρα, λιγότερο συνειδητά -εκ των υστέρων το συνειδητοποίησα κι αυτό- εντόπισα συμπτώσεις ενδοοικογενειακών καταστάσεων από τα χρόνια της εφηβείας μου.

● Δεν ξέρω αν οφείλεται στην πανδημία ή στις οικονομικές συνθήκες, αλλά μου δημιουργήθηκε μια ανησυχία: έχει περάσει από το μυαλό σου να μην ξανακάνεις θέατρο;

Πολλές φορές. Για να κάνεις θέατρο χρειάζονται πάνω από όλα καλές συνθήκες παραγωγής. Από την άλλη, το θέατρο δεν είναι για μένα το μοναδικό πεδίο δημιουργίας. Εφόσον γράφοντας ένα μυθιστόρημα, μεταφράζοντας κάτι σαν την «Κόλαση», δουλεύοντάς το κατόπιν ως ακρόαμα, βρίσκομαι σε κατάσταση δημιουργίας, είμαι μια χαρά. Βέβαια το ζουζούνι του θεάτρου έρχεται κάθε τόσο και βουίζει στο αυτί μου. Ας επιστρέψουμε σε μια κανονική ζωή μετά την αιχμαλωσία της πανδημίας και ίσως ευοδωθεί κάτι για τη σκηνή. Ας πούμε το πιραντελικό που έλεγα πριν με τη Γιούλικα: Μακάρι!

📍Η «Κόλαση» από τη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη σε μετάφραση Δημήτρη Μαυρίκιου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ευρασία».

*Δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και μεταφραστής

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...