Σημείο τομής η γλώσσα

Μοιραστειτε το

«Φανταστικά άκρα/ βασάνιζαν τους στρατιώτες,/ στοιχειώνοντάς τους,/ μετά τον ακρωτηριασμό» διαβάζουμε σε μια κατά τα άλλα λευκή σελίδα λίγο μετά την έναρξη της αφήγησης στο Μέλος φάντασμα, το νέο μυθιστόρημα της Μαρίας Γιαγιάννου. Αυτή η πληροφορία που μας προσφέρεται σαν εμβόλιμο ποίημα έχει ως σκοπό να μας ενημερώσει για την πηγή απ’ όπου αντλεί έμπνευση το θέμα του βιβλίου.

Πρόκειται για ένα γνωστό ιατρικό φαινόμενο: ένα αποκομμένο μέλος του σώματος, συνεχίζει να κάνει αισθητή την παρουσία του, να διεκδικεί τη χαμένη του ύπαρξη, ακόμα και μετά τον ακρωτηριασμό. Το μυθιστόρημα της Γιαγιάννου μιλά λοιπόν όχι μόνο για την απώλεια, αλλά και για το φάντασμά της που επισκέπτεται τον ήρωα του μυθιστορήματος, τον Γιάννο Μαυρομάτη, όχι μόνο για να τον βασανίσει με ενοχές, αλλά και για να τον παρακινήσει σε δράση, όπως επισκέπτεται τον Αμλετ το φάντασμα του πατέρα του. Ο πατέρας του Μαυρομάτη είναι καραγκιοζοπαίχτης (Καραγκιόζης = Μαυρομάτης, στα τουρκικά) και η αρχικά δισδιάστατη φιγούρα του γιου στη συνέχεια της πλοκής αποκτά την τρίτη της διάσταση, το βάθος, όταν ξανασυνδέεται με τη μνήμη, σύμβολο της οποίας είναι εδώ το οικογενειακό σπίτι.

Η γραφή της Γιαγιάννου, λαμπερή, ανάλαφρη αλλά και ακριβής, βρίθοντας από μεταφορές, ευφυολογήματα και λογοπαίγνια, βουτάει απολαυστικά στο χιούμορ και την ειρωνεία, φλερτάρει με τη σάτιρα, την παρωδία και τη φάρσα, δίνοντάς μας ένα ξεχωριστό μυθιστόρημα ενηλικίωσης.

Στη ροή της αφήγησης είναι ενταγμένα αρκετά στοχαστικά ιντερμέδια, μια σκηνή που βασίζεται αποκλειστικά στον διάλογο και μας παρουσιάζεται ως μονόπρακτο, ένα ολόκληρο κεφάλαιο ονειρικού, υπερρεαλιστικού χαρακτήρα, καθώς και κάποιες παράγραφοι με τυπογραφικά εικαστικό αποτέλεσμα (λ.χ. την πολλαπλή επανάληψη μιας καίριας λέξης) που μαρτυρούν όχι μόνο την καταγωγή της συγγραφέως (πατέρας της είναι ο ζωγράφος Απόστολος Γιαγιάννος) αλλά και τις σπουδές της στη Φιλοσοφία της Τέχνης. Η Γιαγιάννου, έχοντας ήδη στο ενεργητικό της τρία πεζογραφήματα, τρία θεατρικά έργα καθώς και δύο δοκίμια σε δύο αντίστοιχα συλλογικά έργα, μας αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία συχνά δυσφορεί μέσα στις κλασικές ειδολογικές κατατάξεις και ενίοτε ξεχειλίζει ανακατεύοντας το περιεχόμενο των ειδών-κουτιών με θαυμαστά αποτελέσματα.

Αν μέρος του θαυμασμού που μας προκαλεί το βιβλίο της Γιαγιάννου προέρχεται από την επιδεξιότητα της κατασκευής του, από την παιγνιώδη ανάμιξη των ειδών και τον πρωτότυπο χειρισμό της μορφής, ο Θάνος Κάππας στη νέα του συλλογή διηγημάτων Πώς πάνε τα πράγματα μας αιχμαλωτίζει στο δίχτυ της σαγήνης με διαφορετικά μέσα. Αν και το στοιχείο της κατασκευής είναι παρόν κι εδώ (πώς αλλιώς άλλωστε αφού κάθε μυθοπλασία είναι κατασκευή), η γραφή του σβήνει τους αρμούς, κρύβει επιμελώς τις ραφές, προσδίδοντας στις ιστορίες του τη χάρη και τη ζεστασιά της οικείας εμπειρίας. Κι αν το χιούμορ και η ειρωνεία επιτρέπουν -μάλιστα προϋποθέτουν- την απόσταση από τα τεκταινόμενα και τους ήρωες, πριμοδοτώντας τον στοχασμό έναντι της ταύτισης, όπως ηθελημένα συμβαίνει στο Μέλος φάντασμα, στα διηγήματα του Κάππα το ενδιαφέρον ανακινείται, αντίθετα, από την ευκολία με την οποία ο αναγνώστης μπαίνει στη θέση του ήρωα, την οικειότητα που νιώθει με τους περιγραφόμενους χαρακτήρες.

Ο συγγραφέας υιοθετώντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, μιλά μέσα από τη φωνή εφτά προσώπων (στα ισάριθμα διηγήματα της συλλογής) η μεγάλη πλειονότητα των οποίων είναι γυναίκες. Από το στόμα τους παρακολουθούμε όσα τους συμβαίνουν. Δεν πρόκειται όμως για εντυπωσιακές περιπέτειες∙ η πλοκή των διηγημάτων δεν εστιάζει στην εκκωφαντική εξαίρεση, στην απρόσμενη ανατροπή. Ο συγγραφέας πλέκει τις ιστορίες του με το νήμα της καθημερινής ζωής, μετά σκύβει πάνω απ’ το υφάδι στα σημεία που απ’ τη χρήση έχει φθαρεί κι από εκεί, από αυτές τις μικρές τρύπες, παρακολουθεί την εσωτερική ζωή των ανθρώπων, τις σκέψεις και τα πάθη που σιγοκαίνε κάτω απ’ την επιφάνεια, αθέατα αλλά πιεστικά.

Ο αναγνώστης γίνεται κοινωνός των πλέον μύχιων, των πλέον προσωπικών σκέψεων και στιγμών, που καθρεφτίζουν όμως κάτι ουσιαστικά κοινό και βαθιά ανθρώπινο: την ασυναρτησία των αντικρουόμενων επιθυμιών, την ακατάβλητη επιμονή των λαθών μας, το βάρος των τύψεων, τα πάθη αλλά και τη μίμηση των παθών, τους έρωτες και την αναπόφευκτη διάψευσή τους, την αργή διάβρωση των συζυγικών σχέσεων, τη μελαγχολία της ωρίμανσης αλλά και την αποδοχή, τη συγχώρεση των άλλων και του ίδιου μας του εαυτού.

Ως κοινό σημείο αναφοράς ξεπροβάλλει στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής το ελληνικό καλοκαίρι, όχι τόσο ως σκηνικό ομορφιάς και ξεγνοιασιάς, παρά σαν φάρος ελπίδας και αέναης νοσταλγίας. Ο Κάππας, αφήνοντας πίσω τα βιωματικής έμπνευσης διηγήματα της πρώτης του συλλογής, Πικρούτσικα, πικρούτσικα, μετά από εφτά χρόνια προχωρά σε κάτι πιο μεστό και λογοτεχνικά ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο: μεταγγίζει το προσωπικό βίωμα σε μύθο, μετατρέπει τους οικείους του σε ήρωες, με θαυμαστό αποτέλεσμα τα νέα αυτά διηγήματα να τα νιώθουμε πιο πραγματικά, να αισθανόμαστε πως μας αφορούν προσωπικά.

Σε αυτό το επίτευγμα έχει συμβάλει καθοριστικά η εξαίρετη χρήση της γλώσσας. Ισως μάλιστα η εκφραστική αυτή μέριμνα να είναι εν τέλει το σημείο όπου τέμνονται το Μέλος φάντασμα και το Πώς πάνε τα πράγματα, δύο τόσο αξιόλογα βιβλία που βγαίνουν σε έναν τόσο αντίξοο καιρό.

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...