Περιμένοντας τους βαρβάρους

Μοιραστειτε το

Φέτος ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια της απελευθέρωσής μας από την 400χρονη οθωμανική κατοχή. Αργήσαμε λίγο, αλλά τέλος καλό, όλα καλά. Τώρα θα επιδοθούμε στα αναπόφευκτα πανηγύρια, στα οποία έχουμε και ιδιαίτερη αδυναμία και τα οποία σίγουρα θα περιλαμβάνουν όλη την γκάμα των εκδηλώσεων και θα απευθύνονται σε όλα τα γούστα, επικεντρωμένα στην προαιώνια «τουρκική απειλή».

Σίγουρα θα κατακλυστούμε από βαρύγδουπες ομιλίες πολιτικο-στρατιωτικών παραγόντων, στις οποίες θα κυριαρχήσει το ελληνο-χριστιανικό ιδεώδες, παραχαράσσοντας όπου απαιτείται και ελαφρά την Ιστορία (όπως λ.χ. ότι είναι κορυφαίο γεγονός η Αγία Λαύρα και το «κρυφό σχολειό», ενώ είναι παρεμπίπτον γεγονός η ναυμαχία του Ναβαρίνου). Θα κυριαρχήσουν οι ελληνοκεντρικές ιστορικές αναλύσεις και οπωσδήποτε θα υπάρξουν έντονες φολκλορικές εκδηλώσεις.

Φυσικά τα τηλεοπτικά μέσα ενημέρωσης θα αποτελέσουν τον κεντρικό φορέα όπου ο κάθε τηλεοπτικός μαϊντανός θα εκδηλώνει με υπερηφάνεια τη χαρά του. Μέχρι και η ελαφρο-χαρούμενη μεσημβρινή ζώνη ενδέχεται να συναισθανθεί την αγαλλίαση της απελευθέρωσης από τον τουρκικό ζυγό και να την υμνήσει αναλόγως. Τέλος και η Εκκλησία δεν είναι δυνατόν να αφήσει να της ξεφύγει μια τέτοια λαμπρή ευκαιρία. Ολα αυτά βέβαια μέσα σε ένα εθνοκεντρικό κιτς περίβλημα.

Ετσι θα δοθεί η ευκαιρία να ενστερνιστούν και οι νεότερες γενιές των Ελλήνων ότι η «τουρκική απειλή», πέρα από μια υψηλής ακροαματικότητας τηλεοπτική λύση για τις ατέλειωτες ώρες των ενημερωτικών εκπομπών, είναι και μια χρόνια κατάσταση που η φιλήσυχη και νομοταγής χώρα μας αντιμετωπίζει επιτυχώς εδώ και δύο αιώνες.

Και όμως, μέσα σε όλο αυτό το περιρρέον ανιστόρητο νεφέλωμα του λαϊκισμού, της αντιπαλότητας και της πολιτικής ελαφρότητας, έχουν υπάρξει και φωτεινές εξαιρέσεις. Υπήρξαν πολιτικοί, λίγοι ομολογουμένως, οι οποίοι και σθένος είχαν και όραμα είχαν και έβλεπαν πέρα από το εφήμερο κέρδος της μικροπολιτικής των σκοπιμοτήτων. Ισως και να είχε αλλάξει η μοίρα της χώρας μας εάν και εμείς και οι Τούρκοι είχαμε την πολιτισμική ωριμότητα που θα επέτρεπε να τελεσφορήσουν οι προσπάθειες σύγκλισης των λαών μας στο πνεύμα των Βενιζέλου – Ατατούρκ από το 1925 μέχρι και το Σύμφωνο Φιλίας του 1930.

Δυστυχώς όμως, όσο οραματισμό, σθένος και όση ικανότητα και εάν διαθέτει ένας ηγέτης, θα συνθλιβεί κάτω από τις αδυναμίες και ανεπάρκειες των λαών. Χρειάζεται να διαθέτεις πολιτικό ανάστημα ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών για να μπορείς να δεις το εθνικό συμφέρον πέρα από κατεστημένες μικροπολιτικές αντιλήψεις και να προτείνεις τον ηγέτη του «προαιώνιου εχθρού» σου για το Νόμπελ Ειρήνης. Ανάλογο πολιτικό ανάστημα δεν έλειπε ούτε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεδηλωμένο οπαδό του διαλόγου με την Τουρκία, όταν τη δεκαετία του ‘70 και για τους ίδιους λόγους διαβεβαίωνε τον Ετζεβίτ ότι δεν έχουμε πρόθεση να επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη μας πέραν των 6 ναυτ. μιλίων. Απευθυνόμενος δε στη Βουλή των Ελλήνων παραδεχόταν ευθαρσώς ότι το Αιγαίο δεν είναι «κλειστή ελληνική λίμνη».

Πέρα από οποιαδήποτε πολιτική ιδεολογία, δεν είναι τυχαίο που η υστεροφημία των δύο αυτών πολιτικών ανδρών τούς απέδωσε τον τίτλο του Εθνάρχη. Θα αδικούσα και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα εάν παραγνώριζα τη συμβολή τους στην επίλυση ενός άλλου, ήσσονος μεν, εθνικού θέματος, του Μακεδονικού. Ο πρώτος διέθετε την πολιτική ενόραση και τον ρεαλισμό αλλά δεν πρόλαβε και ο δεύτερος είχε το πολιτικό σθένος και πρόλαβε να το επιλύσει.

Τέτοιοι πολιτικοί όμως μας τελείωσαν. Απέμειναν οι επαγγελματίες της ψηφοθηρίας. Πολιτικοί που δεν θα πάρουν ποτέ καμία απόφαση, εάν αυτή θέτει σε κίνδυνο την επανεκλογή τους. Επί αιώνες θα λιμνάζουν όλα τα επίμαχα εθνικά θέματα, όχι γιατί είναι τόσο δύσκολα ή δυσεπίλυτα, αλλά γιατί κανείς δεν έχει το πολιτικό σθένος καν να τα αντιμετωπίσει. Βαφτίζοντας μάλιστα και ένα θέμα ως «εθνικής σημασίας», τότε έχεις και άλλοθι να μην το αγγίζεις επικαλούμενος διάφορες αιτιάσεις για δήθεν «σοβαρές και προσεκτικές προσεγγίσεις».

Δεν υπάρχει αποτελεσματικότερη διέξοδος από τις «διερευνητικές επαφές», προκειμένου να μην αρχίσει ποτέ κάποιος διάλογος με την Τουρκία. Η μεθοδολογία αυτή αποτυπώνει ξεκάθαρα τον στρουθοκαμηλισμό, την ανικανότητα και τη μικροψυχία της εξωτερικής μας πολιτικής. Επινοήθηκε ακριβώς για να απομακρύνει τον «κίνδυνο» ενός διαλόγου, που είναι αναμενόμενο ότι σίγουρα θα έχει και το αναπόφευκτο πολιτικό κόστος.

Η τουρκική απειλή όποτε ενσταλάχθηκε στο DNA μας, ακόμα και πριν από την οθωμανική κατοχή, ενυπάρχει μαζί με τα υπόλοιπα ιδεολογικά κατάλοιπα που άφησε η μακρόχρονη απουσία μας από το ευρωπαϊκό πολιτισμικό γίγνεσθαι. Κυριότερο τέτοιο κατάλοιπο είναι ο εθνοκεντρισμός.

Ενα σύμπτωμα το οποίο, εκτός των άλλων, περιχαρακώνει και κυριολεκτικά θολώνει την οποιαδήποτε σκέψη η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιου είδους προσέγγιση και συνδιαλλαγή. Είναι το ίδιο σύμπτωμα που δεν μας επιτρέπει να προχωρήσουμε πέρα από τις γερασμένες μισαλλοδοξίες που παγιώνουν ένα βλακώδες status quo στην περιοχή μας. Ενα status σύμφωνα με το οποίο και εμείς και η Τουρκία, ενώ στην ουσία δεν κατέχουμε τίποτα το ουσιώδες πέρα από τα χωρικά μας ύδατα, φαντασιωνόμαστε ο καθένας κυριαρχικά δικαιώματα σε εναέριους χώρους, θαλάσσιες και υποθαλάσσιες περιοχές τις, οποίες προτιμάμε να διεκδικούμε αενάως από το να προσπαθήσουμε με ρεαλισμό να συνεκμεταλλευτούμε. Το προτιμάμε γιατί η στείρα διεκδίκηση δεν σου αποφέρει μεν τα οφέλη μιας εκμετάλλευσης, σου εξασφαλίζει όμως τη σιγουριά της πολιτικής απραξίας.

«Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν (…) Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». Θεωρώ ότι οι στίχοι αυτοί του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη αντανακλούν, ποιητική αδεία, το ζητούμενο του ελληνικού πολιτικού οραματισμού στα θέματα των ελληνοτουρκικών διενέξεων.

Η αναμονή επικείμενης έλευσης των «βαρβάρων» κατ’ αρχάς μας ενώνει ως χριστιανό ορθόδοξο λαό και μας τονώνει την εθνική συνείδηση. Επίσης, μέσω των συνεπακόλουθων εξοπλιστικών προγραμμάτων, τονώνει το αίσθημα ασφάλειας του Ελληνα πολίτη και παρεμπιπτόντως ενισχύει και τον τραπεζικό λογαριασμό των πολλών εμπλεκομένων. Παράλληλα μας επιτρέπει να περιμένουμε τους «βαρβάρους» κοντά και από κοινού με τους πολιτισμένους Δυτικοευρωπαίους, στους οποίους και θεωρούμε ότι ανήκουμε.

Και φυσικά, στο πλαίσιο της ενάσκησης της σύγχρονης πολιτικής του θεατρινισμού, επιτρέπει στους διάφορους συντελεστές της παράστασης να επιδίδονται σε εκ του ασφαλούς λεκτικούς πατριωτικούς λεονταρισμούς ικανοποιώντας τις ανάγκες του εθνικού φρονήματος, της εκλογικής πελατείας και του φιλοθεάμονος τηλεοπτικού κοινού.

Θα έλεγα ότι για την εξωτερική πολιτική μας η αναμονή των «βαρβάρων» αποτελεί όχι κάποια, αλλά… τη λύση.

*Αντιναύαρχος, επίτιμος αρχηγός ΓΕΝ

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...