Ο «πολεμιστής» της γραφής

Μοιραστειτε το

Ο συγγραφέας μας κοινωνεί με τρόπο αριστοτεχνικό τη ζωή μιας πόλης σκονισμένης αλλά πολύχρωμης, απαυδισμένης από τον πόλεμο και τις συμφορές, στο έλεος των διεθνών συμφερόντων, της διαφθοράς και των πολιτικών διενέξεων, που ακόμα κι όταν πρόκειται να παραδοθεί στις φλόγες, χορεύει και τραγουδάει!

Πολλές άγνωστες λέξεις έχει αυτός ο συγγραφέας. Οντζάκι, Λουάντα… ακόμα και τη λέξη «διαφάνεια» αλλιώς τη χρησιμοποιεί από εκεί που θα περίμενε κάποιος να πάει το μυαλό μας. Και καλά, η Λουάντα είναι πόλη. Πόσοι ωστόσο γνωρίζουμε ότι η Λουάντα είναι η μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα της Αγκόλας (βλέπε νοτιοκεντρική Αφρική, απελευθερωτικά κινήματα, διαφθορά κ.λπ.); Από τις ακριβότερες πόλεις στον κόσμο μάλιστα.

Η πόλη απ’ όπου έφευγαν καραβιές οι σκλάβοι για τον δυτικό πολιτισμένο κόσμο μας. Που μέχρι το 1975 ήταν αποικία των Πορτογάλων. Και η πόλη που γεννήθηκε (το 1977) και μεγάλωσε ο Ντάλου ντε Αλμέιντα, γνωστός και ως «Οντζάκι».

«Οντζάκι» (Ondjaki) στη διάλεκτο ουμπούντου της Αγκόλας σημαίνει πολεμιστής. Αυτό είναι και το φιλολογικό ψευδώνυμο που έχει επιλέξει ο συγγραφέας και με αυτό υπογράφει τα έργα του.

Εργα περίτεχνα και υπέροχα, που ευτυχώς έχουν βρει τον δρόμο της μετάφρασης και στα ελληνικά. Το «Καλημέρα σύντροφοι» κυκλοφόρησε πριν από δύο χρόνια (δείτε σχετική συνέντευξη με τον συγγραφέα από τη γράφουσα στην efsyn.gr με τίτλο «Οταν χαμογελάμε, ο φόβος συρρικνώνεται») και ακολούθησε το «Οι διάφανοι». Και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αιώρα. Εκδόσεις με παράδοση στην προσεκτική επιλογή των μεταφραστών τους.

Τους «Διάφανους» τους μετέφρασε η καθηγήτρια Πανεπιστημίου και βραβευμένη μεταφράστρια έργων των Πεσόα, Οκτάβιο Πας, Σάμουελ Μπέκετ και πολλών ακόμη, Μαρία Παπαδήμα. Καθώς πρόκειται για ένα μυθιστόρημα (αν και πάντα ο Οντζάκι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα της ζωής του) εξαιρετικά περίτεχνο ως προς τη γραφή (ποιητική πρόζα, ερωτική, παράδοξη και με πολύ μα πολύ ευφυές χιούμορ), συνομιλήσαμε αυτή τη φορά όχι με τον ίδιο, αλλά με τη μεταφράστρια του βιβλίου του, καθώς κατά κάποιο τρόπο το βιβλίο αυτό είναι και δικό της «παιδί».

«”Οι διάφανοι” του Αγκολέζου συγγραφέα Οντζάκι, για τους οποίους ο νεαρός ταλαντούχος δημιουργός τιμήθηκε με το βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου, ανήκουν στην εξωτική επικράτεια της πορτογαλόφωνης λογοτεχνίας», μας λέει η ίδια. «Με οδηγό τον Πωλητήκοχυλιών (η συγκόλληση των ονομάτων είναι ηθελημένη) και τον αχώριστο σύντροφό του Τυφλό, ο αναγνώστης μυείται σταδιακά στη ζωή μιας μεταποικιακής, μετεμφυλιακής Λουάντα, γίνεται κοινωνός μιας αστικής αφρικανικής πραγματικότητας με όρους υψηλής λογοτεχνίας» συνεχίζει η Μ. Παπαδήμα.

«Η ιστορία, δημόσια και ιδιωτική, ειπωμένη με γλώσσα ποιητική και πηγαίο χιούμορ -ανεπαίσθητο έως γκροτέσκο-, εκτυλίσσεται στη σφαίρα ενός μαγικού ρεαλισμού αφρικανικής κοπής, δηλαδή ενός απόλυτου ρεαλισμού που στην εσχατιά του συναντά τη μαγεία. Αυτός ο ρεαλισμός, αντί να τυλίξει το αστικό τοπίο στην αχλύ του ονείρου, οξύνει την αντίληψή μας, κάνει ορατή και την τελευταία λεπτομέρεια, αιχμαλωτίζει τη γεύση μας, μας πλανεύει με τη μουσική του, πριν μας παραδώσει οριστικά στη μαγεία της πραγματικότητας». Πράγματι, δεν είναι τυχαίο που η Liberation έγραψε για τους «Διάφανους»: «Δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα, αλλά με ένα κομμάτι τζαζ!».

Ολη η πλοκή εξελίσσεται σε μια ετοιμόρροπη πολυκατοικία, στη Λουάντα (πού αλλού;), όπου από τη μια ένας φρενήρης μικρόκοσμος ζει (όπως ζει) και ονειρεύεται. Ονειρεύεται σε μια χώρα με έντονες τις πληγές ενός μακροχρόνιου εμφυλίου, μιας μακραίωνης αποικιοκρατίας, με τεράστιες οικονομικές ανισότητες και επίσης μεγάλη διαφθορά όσον αφορά τον ορυκτό της πλούτο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ήρωες του Οντζάκι χτίζουν το παρόν τους με αξιοπρέπεια, σαρκαστική διάθεση και παιχνιδιάρικη ειρωνεία… αλλά και βιωμένη ανθρώπινη επαφή! Ανάμεσά τους ο Οντονάτο, ζει μέσα στην απελπιστική νοσταλγία για την πόλη της νεότητάς του, γίνεται διάφανος και το σώμα του αβαρές: σε αυτή τη «διαφάνεια» αναφέρεται ο συγγραφέας.

Η Μαρία Παπαδήμα, μεταφράστρια του βιβλίου

«Την ετοιμόρροπη πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης, ο Οντζάκι την οικοδόμησε με υλικά από την πραγματικότητα, στεριώνοντας και δένοντάς τα με τη φαντασία του. Αυτή αποτελεί την επιτομή της λουαντέζικης πραγματικότητας, λειτουργεί ως η σύγχρονη αυλή των θαυμάτων για τον νεαρό Αγκολέζο συγγραφέα, ο οποίος με τη σειρά του ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας, με ταχυδακτυλουργική επιδεξιότητα, τη ζωή των ενοίκων της, αλλά και ολόκληρης της πόλης!», εξηγεί η Μ. Παπαδήμα. «Ταυτόχρονα, έχουμε να κάνουμε με τη γλώσσα και την κουλτούρα της Αγκόλας, μια πανδαισία ήχων και εικόνων, μια γλώσσα πλουμιστή από τις αναμίξεις των διαλέκτων της, της αργκό των λαϊκών στρωμάτων της και των φτωχογειτονιών της πρωτεύουσάς της, που ανοίγει και κλείνει τη βεντάλια της ανάλογα με το ποιος τη χρησιμοποιεί και σε ποιον απευθύνεται.

Δίπλα στα αστείρευτα νερά, που πλημμυρίζουν ολοχρονίς τον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας -κλείσιμο ματιού για μια πόλη όπου το δίκτυο ύδρευσης και ηλεκτροδότησης υπολειτουργεί μόνιμα-, συναντιούνται κάθε λογής άνθρωποι: υπουργοί και μεροκαματιάρηδες, καπάτσες ματρόνες και άβγαλτα κορίτσια, ορφανά του πολέμου και ξένοι ανταποκριτές, ονειροπόλοι άλλων εποχών και επιτήδειοι μικροαπατεώνες.

Κανένας ανθρώπινος τύπος δεν απουσιάζει: ο ευρηματικός απατεώνας Ζοάοαργάαργά προσφέρει την ανθρώπινη αλληλεγγύη του στον ιδεολόγοΟντονάτο, τον μελαγχολικό νοσταλγό της παλιάς Λουάντα, που διάφανος πια και χωρίς βάρος ετοιμάζεται να πετάξει πάνω από την πόλη που φλέγεται απ’ άκρη σ’ άκρη. Με απλά λόγια, ο συγγραφέας μας κοινωνεί με τρόπο αριστοτεχνικό τη ζωή μιας πόλης σκονισμένης αλλά πολύχρωμης, απαυδισμένης από τον πόλεμο και τις συμφορές, στο έλεος των διεθνών συμφερόντων, της διαφθοράς και των πολιτικών διενέξεων, που ακόμα κι όταν πρόκειται να παραδοθεί στις φλόγες, χορεύει και τραγουδάει!

Γι’ αυτό ακριβώς, η Λουάντα του Οντζάκι μπαίνει αυτοδίκαια στη χορεία των λογοτεχνικών πόλεων, στέκοντας ισάξια δίπλα στο Λονδίνο του Ντίκενς, τη Βαρκελώνη του Μονταλμπάν, το Βερολίνο του Ντέμπλιν, την Αλεξάνδρεια του Ντάρελ και του Τσίρκα, το Κάιρο του Μαχφούζ, την Κωνσταντινούπολη του Παμούκ, τη Λισαβόνα του Πεσόα».

Πηγή
Author: Νόρα Ράλλη

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...