Οι πολύ όμορφες ώρες του Μίμη Φατούρου (1928-2020)

Μοιραστειτε το

Είμαστε καλεσμένοι σε βαφτίσια φίλων στα Μεσόγεια. Ομορφη μέρα, γεμάτη ήλιο. Αφθονο το κέφι στα στημένα μακριά τραπέζια στο πλάτωμα όπου κάτσαμε μετά να φάμε. Συχνά αλλάζαμε θέσεις για να τα πούμε μεταξύ μας. Ανάμεσά μας, ο Μίμης με τη γυναίκα του, τη Λίτσα, να μετέχουν στην ευωχία. Να χαίρεται φανερά που έχει τόσο φιλικό κόσμο γύρω του. Πάω να του πω κάτι για τις διαμορφώσεις τοπίου και τα κτίσματα που ο ίδιος έχει χτίσει μέσα στο κτήμα, σ’ αυτές τις ανέγγιχτες ειρηνικές πλαγιές. Καμιά αντίδραση, νεύει με το κεφάλι και το γυρίζει στο επιδόρπιο που τρώμε.

Μετά το φαγητό, επισκεπτόμαστε ξανά το διπλανό μικρό παρεκκλήσι, όπου πριν γινόταν η βάφτιση. Να το περιεργαστούμε. Ετσι άγριο, πρωτογενές, χτισμένο με ελάχιστα δουλεμένες πέτρες. Χρωματικά τόσο ζωντανό. Ο ίδιος όμως απέφυγε να πλησιάσει το έργο του. Απομακρύνθηκε.

Θα τον ξαναβρούμε λίγο αργότερα, στο σπίτι που χτίστηκε παρακάτω στο κτήμα, όπου θα πάμε για καφέ. Δικό του κι αυτό: ένα ισόγειο από πέτρα, στον όροφο το στεγασμένο παρασκευαστήριο. Για άλλη μια φορά, κάτι ελάχιστο. Και την ίδια στιγμή, κάτι απέραντο. Χτισμένο από την ίδια πέτρα, την ντόπια που βρέθηκε στις εκσκαφές, το κυρίως σπίτι είναι σχεδόν ένα μονόχωρο, με συνεχόμενους τόπους για να κάθεσαι, να τρως και να κοιμάσαι.

Ομως έξω από αυτό τον στοιχειώδη πυρήνα ανοίγεται το πραγματικό σπίτι με τρόπους αναπάντεχους και μυστηριακούς. Ομάδες από τετράγωνες κολόνες πέτρινες στέκουν ελεύθερες στο πλακόστρωτο, σαν πιόνια στο σκάκι. Ψηλοί τοίχοι, πεζούλια ξεκινούν από κάπου και μετά χάνονται, σβήνουν. Τίποτα δεν δηλώνεται με σαφήνεια, δεν υπάρχουν όρια, το ένα στοιχείο διαδέχεται το άλλο χωρίς φανερό στόχο. Είναι σημεία που σε προσκαλούν να περιπλανηθείς με το βλέμμα σου, σαν αποσπασματικές προοπτικές, σαν επίτηδες ατελή σκηνικά; Θέλουν να σου μεταδώσουν κάτι;

Μερικοί κάθονται έξω σε πάνινες πολυθρόνες, κουβεντιάζοντας σε ομάδες, άλλοι περιφέρονται. Συνεχίζοντας την εξερεύνηση ανέβηκα στον ανοιχτό όροφο. Ζητούσα να καταλάβω τι έκρυβε η τόσο παράδοξη απόληξη του σπιτιού, όπου ξαφνικά, μέσα από τη λιθοδομή, ξεπροβάλλει ένας σκελετός μπετόν. Σαν να έχει ξεφλουδιστεί η πέτρινη επιδερμίδα, αποκαλύπτοντας κάτι άσεμνο που έπρεπε κανονικά να μείνει κρυφό.

Οταν μπήκα κάποτε μέσα, να περιεργαστώ το εσωτερικό, ακούγονταν οι ζωηρές συζητήσεις στα όρθια από τους καλεσμένους. Στον μοναδικό καναπέ, δεξιά, κάτω από ένα τεράστιο πίνακα ζωγραφικής, καθόταν ο Μίμης. Συνεσταλμένος, μελαγχολικός, σαν να χαιρόταν τη μοναξιά του. Ακίνητος να κοιτάζει μπροστά του. Ιδιο πορτρέτο του Ρόρρη.

Του έπιασα κουβέντα. Του λέω για τις περίεργες κολόνες που είδα στην αυλή, που δεν είναι αυλή, λέω πως μου κέντρισαν το ενδιαφέρον επειδή δεν ακολουθούν κάποια λογική διάταξη, αραδιάζω τις απορίες μου για τον σκελετό μπετόν στον όροφο, είναι απόκρυψη ή αποκάλυψη; Είναι αντιστροφή της πέτρινης κολόνας; Είναι όλα μαζί κάτι που μου διαφεύγει ή ασύνδετες λεπτομέρειες;

Εκείνος ζωντανεύει, πιάνει φωτιά. Ωστε τα είχα δει. Κι είχε την υποψία πως κανείς δεν θα τα πρόσεχε. Πως δεν υπάρχουν πια άνθρωποι να τα δουν, γιατί τώρα με άλλα μοιάζουν ν’ ασχολούνται. Την ίδια στιγμή φροντίζει να μην μου έχει εξηγήσει τίποτα: προτιμά να μιλήσει για τις δυσκολίες που συνάντησε με τον εαυτό του, για τις αβεβαιότητες που είχε την ώρα που σχεδίαζε κι έχτιζε. Μιλούσε για φόβους, για την ευθύνη μιας τελεσίδικης απόφασης, για όσα προκύπτουν τυχαία ή από εμμονές.

Κοίταζα κάπου-κάπου την ώρα—θα έπρεπε σε λίγο να φεύγουμε. Εχουμε να προλάβουμε ένα καράβι στη Ραφήνα, το αυτοκίνητο μας ήταν ήδη φορτωμένο για το ταξίδι. Ερχεται κοντά κι η Λίτσα. Εχω μια ιδέα, τους λέω. Ερχεστε μαζί μας, έτσι όπως είστε; Για ένα διήμερο οι τέσσερις μας, και θα σας γυρίσουμε μετά πίσω. Τα έχουμε όλα φέρει μαζί μας. Τι λέτε; Κοιτάζονται. Είχαν κανονίσει μια συνάντηση με κάποιον μελλοντικό αγοραστή τώρα το απόγευμα. Δεν μπορούμε να του τηλεφωνήσουμε, να το μεταθέσουμε; Ξανακοιτάζονται.

Δεν χρειάστηκε να ειπωθεί κάτι άλλο. Φύγαμε για το λιμάνι έτσι όπως ήμασταν, ντυμένοι με τα καλά μας. Στον δρόμο και στο καράβι, κατόπιν στο σπίτι όταν φτάσαμε, και ιδίως την επομένη, που καθόμασταν ατενίζοντας από μακριά τη θάλασσα στη βεράντα, ήταν πλημμυρισμένος από χαρά. Χαιρόταν το αναπάντεχο, την έμπνευση της στιγμής, τον αυθόρμητο, φευγαλέο χαρακτήρα της μικρής αυτής περιπέτειας. Ιδίως χαιρόταν τις μεγάλες, ογκώδεις κολόνες της πέργκολας που έκλειναν μπροστά μας τη θέα, χωρίζοντάς την σε πλαίσια με ενδιάμεσες παύσεις. Είδες, έλεγε, τι μπορεί να πετύχει μια κολόνα, έτσι ελεύθερη;

Για άλλη μια φορά, απέφευγε να μιλήσει για τη δουλειά του άμεσα. Μόνο με υπαινιγμούς. Σε ήχο πλάγιο. Κι αν έκανες να πεις κάτι απευθείας, σώπαινε. Χαμήλωνε το βλέμμα, περίμενε λίγο κι άλλαζε μετά θέμα. Τώρα μιλούσε για άλλα νησιά, για άλλους τόπους που αγάπησε. Ευτυχούσε.

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...