Οι μισθωτοί σκλάβοι των 200 ευρώ εκτοξεύτηκαν εν μέσω πανδημίας

Μοιραστειτε το

Ετήσια έκθεση του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ: Επείγουσα προτεραιότητα η μετάβαση σε ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα με αύξηση του κατώτατου μισθού ● Που οδηγεί η… λατρεία για υπερωρίες αντί προσλήψεων.

Στατιστικά ευρήματα, που αναδεικνύουν ότι ο ιδιωτικός τομέας της χώρας ακόμη και στις προ της τελευταίας πανδημικής κρίσης συνθήκες δεν ενδιαφερόταν για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας (αφού κάλυπτε τις όποιες αυξανόμενες ανάγκες σε εργατικό δυναμικό με υπερεργασία και υπερωρίες) φέρνει στο φως η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, ερμηνεύοντας έτσι και το (αιφνίδιo;) εγχείρημα της κυβέρνησης να μειώσει το κόστος αυτών των υπερωριών, αυξάνοντας, ταυτοχρόνως, την ποσότητά τους, όπως, σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της επιστημονικής ομάδας, που επεξεργάστηκε τα στοιχεία την έκθεσης, την οποία παρουσίασε χθες διαδικτυακά ο επιστημονικός διευθυντής του Ινστιτούτου Γ. Αργείτης, προκύπτουν πολύ ανησυχητικά συμπεράσματα.

Αντί για θέσεις εργασίας, επιλέγουν την υπερεργασία

● Η ελληνική αγορά εργασίας «λατρεύει» την υπερεργασία και τις υπερωρίες κι έχει, προ πολλού, καταστρατηγήσει το κλασικό 8ωρο. Πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, το 73% των απασχολουμένων σε όλους τους κλάδους εργαζόταν υπερωριακά, ενώ σε ορισμένους κλάδους, όπως η μεταποίηση και οι μεταφορές, το αντίστοιχο ποσοστό ξεπερνούσε το 80%. «Ο επιχειρηματικός τομέας φαίνεται ότι αντέδρασε στην ήπια τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας τα τελευταία έτη με αύξηση των ωρών εργασίας των ήδη απασχολουμένων και δευτερευόντως με δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης» επισημαίνουν οι συντάκτες της έκθεσης. Αλλά και σήμερα, με απώλειες περίπου 180.000 θέσεων εργασίας, το ποσοστό του συνόλου των απασχολουμένων που εργάστηκαν υπερωριακά το β’ τρίμηνο του 2020 μειώθηκε μεν, αλλά παραμένει ακόμη στο υψηλό ποσοστό του 55%, ενώ σχεδόν ένας στους 5 (το 19% των απασχολουμένων) συνεχίζει να εργάζεται πάνω από 48 ώρες σε εβδομαδιαία βάση.

● Περισσότερες και φτηνότερες υπερωρίες που θα ανταλλαγούν με ημέρες άδειας οδηγούν σε περαιτέρω μείωση του ήδη κατακρεουργημένου διαθέσιμου εισοδήματος των εργατικών νοικοκυριών. Γιατί η αμοιβή της υπερωρίας είναι εισόδημα. Πάντως, τα στοιχεία για τη στατιστική κατανομή μισθωτών ανά μισθολογική κλίμακα (διάγραμμα 3.10) αποκαλύπτουν ότι η μόνη μισθολογική κατηγορία που εκτινάσσεται είναι αυτή των πολύ φτωχών εργαζόμενων με μισθό από 0 μέχρι 200 ευρώ μηνιαίως. Αυτή η κατηγορία από το 1% εκτινάχτηκε στο 12%, ενώ το 72% των απασχολούμενων αναγκάζεται να ζει συντηρώντας, συχνά, όλη την οικογένεια, με μισθό κάτω των 1.000 ευρώ.

Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι τα νοικοκυριά συνεχίζουν να καταναλώνουν περισσότερο από το διαθέσιμο εισόδημά τους, γεγονός που αποδεικνύει ότι «τρώνε από τα έτοιμα», τα οποία εξαντλούνται γιατί δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους προς εφορίες και τράπεζες. Αντιθέτως, σε μέσους όρους, οι επιχειρήσεις συμπεριφέρονται με αντίστροφο τρόπο. Καταναλώνουν λιγότερο, δηλαδή δεν επενδύουν διατηρώντας υψηλότερα τη ρευστότητά τους κι ενδεχομένως αποταμιεύοντας ακόμη και το 1 ευρώ έσοδο που θα έχουν από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.

● Ενώ το 83% όσων αμείβονται με κατώτατο μισθό δεν μπορούν να ικανοποιήσουν βασικές ανάγκες και το 31% των απασχολουμένων αμείβεται με τα κατώτατα όρια, χαρακτηριστική είναι και η πτώση του μέσου μισθού. Την περίοδο κατά την οποία το lockdown βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, ο μέσος μηνιαίος μισθός μειώθηκε από τα 885 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2019 σε 802 ευρώ το β’ τρίμηνο του 2020.

Ταυτόχρονα, στο ίδιο διάστημα αναφοράς, όσοι λάμβαναν αποδοχές μεταξύ 200 και 1.200 ευρώ αυτές μειώθηκαν κατά 11,3 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στα άτομα που είχαν καθαρές αποδοχές μεταξύ 400 και 600 ευρώ, αφού από 16,3% το β’ τρίμηνο του 2019 το ποσοστό των ατόμων μειώθηκε σε 12,3% το ίδιο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Το ποσοστό των ατόμων που λάμβαναν από 601 έως 800 ευρώ μειώθηκε από 24,8% σε 23,5%, ενώ αυτών που λάμβαναν από 801 έως 1.000 ευρώ μειώθηκε από 21,8% σε 18,3% αντίστοιχα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το β’ τρίμηνο του 2020 το 72,9% των μισθωτών είχε καθαρές αποδοχές μικρότερες των 1.000 ευρώ. Παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019, το ύψος του βρίσκεται κάτω από το όριο φτώχειας και απέχει σημαντικά από το ύψος ενός μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης.

«Το στοιχείο αυτό λαμβάνει βαρύνουσα διάσταση αν αναλογιστεί κανείς ότι το 31% των απασχολουμένων το β’ τρίμηνο του 2020 έλαβαν αποδοχές μικρότερες του κατώτατου μισθού. Η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι ο κατώτατος μισθός θα πρέπει να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει ενός προσδιορισμένου χρονοδιαγράμματος, το οποίο θα πρέπει να συμφωνηθεί από τους κοινωνικούς εταίρους. Μια τέτοια θεσμική παρέμβαση θα συμβάλει καθοριστικά στη μετάβαση της χώρας σε ένα νέο υπόδειγμα βιώσιμης και δίκαιης ανάπτυξης» σημειώνεται στην έκθεση.

Αχίλλειος πτέρνα η μείωση των ακαθάριστων πάγιων επενδύσεων

Αγωνία αποπνέει η έκθεση και για τα μακροικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη καθώς η πρωτόγνωρη καθίζηση του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2020 στο -15,2% και η παρεπόμενη μείωση των εξαγωγών κατά 10-11 δισ. δείχνει «την ευθραυστότητα της δομής τους και το υψηλό ρίσκο της πολιτικής που δεν αγγίζει την αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος».

Σε μια οικονομία που τα στοιχεία επιβράδυνσης είχαν αποτυπωθεί ήδη από το 2019 «οι ακαθάριστες πάγιες επενδύσεις ανά τομέα συνεχίζουν να αποτελούν την “αχίλλειο πτέρνα” της ελληνικής οικονομίας. Προσθέτουν αβεβαιότητα και μειώνουν τα όποια οφέλη από τον ψηφιακό μετασχηματισμό». Το ΙΝΕ εκτιμά ότι ενώ η κυβέρνηση δεν δίδει έμφαση στις αλλαγές που απαιτούνται στην επενδυτική συμπεριφορά και συνεχίζει να στρέφει την προσοχή της σε μέτρα που αφορούν τη μείωση του κόστους εργασίας. «Μπορεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών να βοηθά κάποιες μικρές επιχειρήσεις, αλλά να μη χάσουμε τη μεγάλη εικόνα». Και η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι ακόμη και από τις 12 μεγάλες επενδύσεις που ανακοίνωσε ο υπουργός Ανάπτυξης οι 9 είναι στον βαλλόμενο κλάδο του τουρισμού.

Εντονη ανησυχία εκφράζει η ΓΣΕΕ μέσα από την έκθεση του Ινστιτούτου και για την εκτροπή των δημοσιονομικών μεγεθών, την απότομη υποβάθμιση της φερεγγυότητας του ελληνικού δημοσίου και τη… ζέση, με την οποία πραγματοποιείται ξανά η επιστροφή στον δανεισμό από τις αγορές όταν το Δημόσιο προβλέπεται να ανεβεί στο 200% του ΑΕΠ.

Με δεδομένες τις συνθήκες στις αγορές κεφαλαίων, οι εκδόσεις νέου χρέους στην παρούσα φάση συνεπάγονται βραχυχρόνια οφέλη σε όρους κόστους δανεισμού και περιθωρίων διαχείρισης της υπό εξέλιξη πανδημικής κρίσης. Παρά ταύτα, αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο της αναχρηματοδότησης του χρέους μεσομακροχρόνια και γι’ αυτό απαιτείται συνετή διαχείριση του μαξιλαριού ρευστότητας.

Τελειώνει η δημοσιονομική φερεγγυότητα

Ο κίνδυνος θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την εξομάλυνση των τωρινών και των μελλοντικών πρωτογενών πλεονασμάτων και χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, από την επεκτατική δυναμική της οικονομίας μέσω της ενίσχυσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και των δημόσιων επενδύσεων, από την ταχεία και παραγωγική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και από τον χρόνο και το καθεστώς επαναφοράς των περιορισμών του δημοσιονομικού πλαισίου της Ε.Ε.

«Παρά την αναστολή των δημοσιονομικών περιορισμών το 2020 και το 2021, η συνέχιση της υγειονομικής κρίσης και του υφεσιακού της αντίκτυπου -σε συνδυασμό με την αυξανόμενη αστάθεια στο ευρύτερο γεωπολιτικό περιβάλλον της χώρας- δημιουργεί σημαντικούς περιορισμούς και προκλήσεις στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής» σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης.

Το συνολικό έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 8,6% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 1,5% του ΑΕΠ το 2019), ενώ το πρωτογενές έλλειμμα στο 5,7% του ΑΕΠ (έναντι πλεονάσματος 4,4% του ΑΕΠ το 2019). Πρόκειται για εξέλιξη με σοβαρό αντίκτυπο στη χρηματοπιστωτική συνοχή του ελληνικού Δημοσίου που τερματίζει μια περίοδο τεσσάρων ετών διατήρησης της χώρας σε κατάσταση δημοσιονομικής φερεγγυότητας.

«Η διασφάλιση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας πρέπει να συνδυαστεί με τη δικαιότερη διανομή του εισοδήματος» εκτιμά το ΙΝΕ. «Ωστόσο, ο σημερινός όγκος και η διάρθρωση κυρίως των εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων είναι παράγοντας που προσθέτει αβεβαιότητα στη μακροοικονομική λειτουργία της οικονομίας και αναπτυξιακή ανησυχία ως προς την πραγματική συμβολή τους στον παραγωγικό και ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας. Η άποψή μας είναι ότι οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, τους οποίους δημιούργησε η υγειονομική κρίση, πρέπει να αξιοποιηθούν για την αύξηση των δημόσιων επενδύσεων και των υποδομών, την ενίσχυση των συστημάτων παιδείας και υγείας και για τη χρηματοδότηση βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων σε κλαδικό και περιφερειακό επίπεδο με κριτήριο τη δημιουργία νέων και αξιοπρεπών θέσεων εργασίας. Απαιτείται ένας ουσιαστικός επαναπροσδιορισμός προτεραιοτήτων στην κατανομή της ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος και των εθνικών πόρων».

Πηγή
Author: Χριστίνα Κοψίνη

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...