Οι λίγοι εναντίον των πολλών

Μοιραστειτε το

Η Ιταλίδα Νάντια Ουρμπινάτι είναι καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο της «Pochi contro molti» (Laterza 2020).


Ο εικοστός πρώτος αιώνας άρχισε με μιαν αδιάκοπη σειρά λαϊκών εκδηλώσεων δυσαρέσκειας: οι κινητοποιήσεις Γύρω-γύρω όλοι, οι Vaffa Days, οι Αραβικές Ανοίξεις, το κίνημα Occupy Wall Street, οι «Αγανακτισμένοι», τα Δικράνια, τα Κίτρινα Γιλέκα, οι χαρωπές διαδηλώσεις των νέων για το κλίμα (λιγότερο ανταγωνιστικές από τις προηγούμενες, αλλά οι πρώτες με πραγματικά παγκόσμια εμβέλεια), οι λαϊκές εξεγέρσεις στη Χιλή, στον Λίβανο, στο Ιράν και άλλες που προστίθενται ήδη καθημερινά.

Κι ωστόσο, η λέξη «σύγκρουση» είναι το αποπαίδι του πολιτικού λεξιλογίου. Αλλοι είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται για να οριστούν αυτές οι μορφές συλλογικής δράσης: οργή, μίσος, ανυπακοή, ξεσηκωμός, εξέγερση. Η σύγκρουση είναι παραδοσιακά συνδεδεμένη με οργανωμένες μορφές αμφισβήτησης, που έχουν μιαν ηγεσία στα κόμματα ή στα συνδικάτα και μια πορεία διαπραγμάτευσης η οποία αποβλέπει στην επίτευξη ενός αποτελέσματος: υπολογισμένες επιδείξεις ισχύος, που θέτουν το πρόβλημα μπροστά στην κοινή γνώμη, αναθέτουν σε μιαν αντιπροσωπεία το καθήκον να το μεταφέρει στην προσοχή των θεσμών, προκαλούν ρήξεις που μπορούν να ανασυντεθούν ή με νέες εκλογές ή με νέες συμβάσεις εργασίας ή και με την κατάργηση ή τη μεταρρύθμιση συγκεκριμένων νόμων.

Η σύγκρουση στη μαζική δημοκρατική κοινωνία, που είναι δομημένη με κόμματα και συνδικάτα, είναι σαν μια πολεμική στρατηγική, που δείχνει στον αντίπαλο τη δυνητική ισχύ επίθεσης ή αντίστασης, με πρόθεση να κρατήσει ανοιχτή τη δυνατότητα μιας συμφωνίας για να εξισορροπηθούν ξανά οι σχέσεις ισχύος μεταξύ δύο μερών, οι οποίες, διαφορετικά, θα ήταν ολικά διαταραγμένες και με περιορισμένη, αν όχι μηδενική, δυνατότητα διαλόγου. Πριν από περισσότερο από έναν αιώνα, ο Ρόμπερτ Μίχελς έγραφε ότι η οργάνωση είναι το μοναδικό όπλο που έχουν οι «πολλοί» στην πάλη τους εναντίον των «λίγων», οι οποίοι είναι ήδη δομικά οργανωμένοι (με βάση συμφέροντα ή ακόμη και με βάση τρόπους ζωής και αμοιβαία αναγνώριση).

Το παράδοξο, συνέχιζε ο Μίχελς, είναι ότι η οργάνωση είναι και το στρατήγημα μέσω του οποίου οι «λίγοι» σφετερίζονται την καθοδήγηση των μαζών, οι οποίες έχουν σε αυτό το σημείο δύο αντιπάλους: τους «λίγους» της αντίπαλης πλευράς, εναντίον των οποίων οργανώνονται· και τους «λίγους» μέσα στην ίδια τη δική τους οργάνωση, δηλαδή τις ελίτ που τους καθοδηγούν είτε αναλαμβάνοντας την ηγεσία του κινήματος είτε εκπαιδεύοντας τις μάζες. Ε λοιπόν, ο εικοστός πρώτος αιώνας εγκαινιάστηκε με έμβλημα την εξέγερση εναντίον των «λίγων» και των δύο κατηγοριών: των πλούσιων και των ισχυρών (της ολιγαρχίας) και των κομματικών ηγεσιών και γενικότερα των ίδιων των κομμάτων (του κατεστημένου).

Οι λαϊκές εκδηλώσεις δυσαρέσκειας που προαναφέραμε είναι όλες τους -αν και για διαφορετικούς λόγους και με διαφορετικές προθέσεις- μορφές ξεσηκωμού εναντίον της παραδοσιακής ηγετικής λειτουργίας που αξίωναν οι «λίγοι» και που επί μερικές δεκαετίες κατόρθωναν να κατακτήσουν και να διατηρήσουν με τη γενική συναίνεση.

Ωστόσο, αυτές οι εκδηλώσεις σηματοδοτούν και ένα άλλο γενικά παραγνωρισμένο γεγονός: την αποσκίρτηση των κοινωνικοοικονομικών ελίτ, δηλαδή την απόσχισή τους, την άρνησή τους να συνεισφέρουν στην προοδευτική φορολόγηση (με την υλοποίηση από μέρους των δημοκρατικών κυβερνήσεων πολιτικών μείωσης της φορολόγησης του πλούτου).

Αυτή η απόσχιση σημαίνει διακοπή εκείνου του συγκρουσιακού δεσμού που προσυπέγραφε μια μορφή αλληλεπίδρασης με την άλλη πλευρά και επομένως την ένταξη σε ένα διαπραγματευτικό πεδίο στο οποίο όποιος διέθετε περισσότερη ισχύ υποβαλλόταν στον αποτελεσματικό έλεγχο εκείνου που διέθετε λιγότερη. Σύγκρουση και αντιπαράθεση, σύγκρουση και ανταγωνισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα, δεν είναι όροι ταυτόσημοι. Επιπρόσθετα, έχει σημασία να προσέξουμε ένα άλλο γεγονός που αναδύεται από τις εξεγέρσεις αυτού του νέου αιώνα. Παρότι επαναλαμβάνουμε, χωρίς να το σκεφτούμε πολύ, ότι οι «πολλοί» αντιπαρατίθενται στους «λίγους», τείνουμε να μη βλέπουμε αυτό το σενάριο από την αντίθετη σκοπιά. Στην πραγματικότητα, σήμερα η πιο ριζική αντιπαράθεση είναι εκείνη των «λίγων» εναντίον των «πολλών», αν και αυτή η όψη δεν εκδηλώνεται με την ίδια εκρηκτική σαφήνεια, επειδή η αντιτιθέμενη δράση των «λίγων» λειτουργεί γενικά με τρόπο έμμεσο και δυσδιάκριτο και χρησιμοποιεί τη βία μόνο σε ακραίες περιπτώσεις (όπως τα πραξικοπήματα).

Το αποσαφήνισε ο Τζέφρι Γουίντερς σε ένα βιβλίο για την ολιγαρχία (J.A. Winters, «Oligarchy», Cambridge University Press 2011), φωτίζοντας τον τρόπο δράσης των «λίγων», που είναι περισσότερο από κάθε άλλον έμμεσος και προσφεύγει σε στρεψοδικίες ή σε νόμους που έχουν τη δική τους συγκατάθεση.

Η πάλη των «λίγων» εναντίον των «πολλών» είναι η πιο επίμονη και καθοριστική πάλη, πολύ περισσότερο από εκείνη των «πολλών» εναντίον των «λίγων», η οποία διεξάγεται σχεδόν πάντα από αντίδραση σε μια δύσκολη κατάσταση, που δημιουργήθηκε από μιαν ανισορροπία ισχύος υπέρ των «λίγων». Οπως μας διδάσκει ο Νικολό Μακιαβέλι, η άμεση άσκηση της ισχύος είναι κάτι που ενδιαφέρει αρκετά περισσότερο εκείνον που έχει πολλά να χάσει (και να προστατεύσει) από εκείνον που έχει λιγότερα. Η γέννηση της πολιτικής και των σύγχρονων θεσμών, συμπεριλαμβανομένης της συνταγματικής δημοκρατίας, δεν έχει άλλωστε ποτέ εξαλείψει τους ολιγάρχες ούτε έχει καταστήσει πολιτικά ξεπερασμένη την ολιγαρχία.

Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στην εκλογική δημοκρατία δεν υπάρχουν πρακτικά εμπόδια που να μπορούν να περιορίσουν ουσιαστικά τις υλικές μορφές ισχύος που κατέχουν οι ολιγάρχες. Η συγκέντρωση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής ισχύος μπορεί να διεισδύει με μεγάλη ευκολία στους θεσμούς, οι οποίοι αρχικά επινοήθηκαν για να επιτρέπουν στους «πολλούς» να αποκτούν τη δύναμη να επηρεάζουν τις αποφάσεις.

Παρά τη διάκριση των εξουσιών, τη διαστρωμάτωση των σύγχρονων κοινωνιών και το κράτος δικαίου, η ολιγαρχία συνέχισε να υπάρχει και να δρα σχεδόν ανενόχλητη. Η γενική απεργία που, με αφετηρία τον Δεκέμβριο του 2019, συγκλόνισε επί βδομάδες τη Γαλλία, και στην οποία συμμετείχαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων, είχε στο επίκεντρό της την πρόταση μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος που εισηγήθηκε η κυβέρνηση Μακρόν· μια πρόταση που αποβλέπει σε «ένα ευέλικτο σύστημα που επιτρέπει να αξιοποιηθούν οι συντάξεις ως μεταβλητή για τη δημοσιονομική εξυγίανση» και που θέτει τέρμα σε ό,τι απέμεινε από το κράτος πρόνοιας ως «κοινό χώρο», προσδίδοντας στο «κοινωνικό κράτος του εικοστού πρώτου αιώνα» μια μη ισορροπημένη μορφή, στην οποία δεν συμμετέχουν όλοι μαζί και ανάλογα με το εισόδημά τους, με βάση την ανάγκη δημόσιας αρωγής.

Αυτή η λογική συνεπάγεται την παραβίαση της ισότητας των πολιτών, την παραδοχή ότι οι κοινωνικές ανισότητες μεταφράζονται σε ανισότητες αντιπροσωπευτικής και πολιτικής ισχύος. Η αντιπαράθεση είναι ουσιαστικά εκείνη των «λίγων», που χρησιμοποιούν τα «δόγματα μιας οικονομίας που ενθαρρύνει και προσκαλεί σε μιαν υπερβολική κατανάλωση· επινοούν εναλλακτικές στις κοινωνικές ανισότητες που πολύ συχνά θεωρούνται ανυπέρβλητες παράμετροι· παρακινούν τους σπορείς μίσους και φόβου, που θέλουν να κατακερματίσουν την κοινωνία μας» (Εκκληση 180 Γάλλων διανοουμένων, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Le Monde στις 5 Δεκεμβρίου 2019).

Πηγή
Author: Θανάσης Γιαλκέτσης

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...