Μια μαγική απόδοση του «Γυάλινου κόσμου»

Μοιραστειτε το

Η ζωντανή αναμετάδοση του έργου του Τενεσί Ουίλιαμς με τη σκηνοθετική υπογραφή του Γιώργου Νανούρη έδειξε τον τρόπο που το ρεαλιστικό θέατρο αποδίδεται με ποιητική εικόνα. Οι ηθοποιοί κινήθηκαν εντυπωσιακά εκτός της στερεοτυπικής εικόνας, με τη Λένα Παπαληγούρα (Λόρα) σε μια αληθινά πρωτότυπη και ιδιοφυή σύλληψη του ρόλου.

Θεωρητικά από τα έργα του σύγχρονου δραματολογίου λίγα δίνουν τόσα περιθώρια κινηματογραφικής μεταφοράς όσα ο «Γυάλινος κόσμος» του Τενεσί Ουίλιαμς. Από τη μια πρόκειται χωρίς αμφιβολία για έργο που δοξάζει όσο λίγα -δίπλα βέβαια σε εκείνα του Τσέχοφ- την επί σκηνής μεγέθυνση ενός κόσμου, που, αν και ζει δίπλα μας, κινδυνεύει να περάσει απαρατήρητος, σαν κερί αναμμένο ανάμεσα στις αστραπές που φωτίζουν τη μεγάλη Ιστορία.

Οπως λίγα ακόμα έργα -πλην και πάλι του Τσέχοφ- κατόρθωσαν να εξαγάγουν τόση δραματική ύλη από κάτι τόσο εύθραυστο όσο το πέρασμα της αληθινής ζωής. Οπως και να το δούμε, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά το πρώτο ανέβασμά του, ο «Γυάλινος κόσμος» παραμένει ένας μοναδικός τρόπος για να αντιληφθεί κανείς τι μπορεί αληθινά να κάνει το θέατρο, όταν είναι θέατρο αληθινό, απλό και μέγα.

Από την άλλη όμως ο θρίαμβος αυτός της σκηνικής τέχνης εξαρχής κιόλας φιλοδοξούσε να καταθέσει μια νέα φόρμα που να μην περιορίζεται στην τυπική σκηνική απεικόνιση, αλλά να εμπλουτίζεται και με άλλα τεχνικά μέσα, έτσι ώστε -λόγω και της εποχής του, που έφερνε το θάμβος του κινηματογράφου και τον ζήλο του εξπρεσιονισμού- να ερμηνεύεται από τους θεατές με βάση το συναίσθημα μα και, όπως κήρυττε ο δάσκαλος του Τενεσί, Πισκάτορ, με σκέψη κριτική.

Γι’ αυτό ο συγγραφέας του «Γυάλινου κόσμου» φρόντισε να μας αφήσει παρακαταθήκη, πέρα από το ίδιο το θεατρικό, ένα διήγημα και ένα σενάριο με το ίδιο θέμα, κι ακόμα άλλες δύο γραφές, μία καθαρά θεατρική και μία άλλη, επαυξημένη, με εικόνες κινηματογραφικής προβολής που στη διάρκεια της θεατρικής παράστασης θα λειτουργούσαν επεξηγηματικά -ίσως κάπως «επικά»- ως προς το κατεξοχήν έργο.

Αν ο Τενεσί ζητούσε τότε μια ενισχυμένη φόρμα, ήταν πιθανόν γιατί και ο ίδιος αμφέβαλλε για το κατά πόσον τα πλάσματά του στο μικρό τους διαμέρισμα και τη ακόμα μικρότερη ιστορία τους θα μπορούσαν ποτέ να συγκινήσουν τον κόσμο.

Για τον ίδιο δεν υπάρχει αμφιβολία, το έργο υπήρξε ένα είδος εξομολόγησης, μια αποφόρτιση του ψυχικού άχθους του. Για τους άλλους όμως; Οι οδηγίες του έργου (που συμπεριελάμβαναν μεταξύ άλλων και προβολές εκράν) δεν επιδίωκαν άλλο από το να σημειώσουν πως σε αυτή την αμερικανική ιστορία ο καθένας μπορεί να δει τη δική του ζωή και τη ζωή των άλλων με τρόπο ώστε δίπλα στο μεγάλο να κρίνει το μικρό – κι αντιστρόφως.

Αυτά βέβαια ξεχάστηκαν ευθύς μόλις το έργο ανέβηκε στη σκηνή του θεάτρου. Ολα τα επιπλέον έμοιασαν τότε ξαφνικά φόρτος και περίσσευμα μπροστά στο κομψοτέχνημα των τεσσάρων κατ’ ουσίαν σκηνών και των άλλων τόσων προσώπων, σε ένα έργο όπου το πρώτο μισό φωτίζεται από το χλομό φως της χαραυγής -έπειτα από το φεγγάρι-, και το άλλο μισό παίζεται στο φως κεριών που αντιστέκονται στο βύθισμα της λήθης. Αυτό το αριστούργημα έχει τόση αλήθεια μέσα του, τόση ανθρωπιά και ευαισθησία, που δεν έμοιαζε να χρειάζεται τίποτα περισσότερο.

Να όμως που σε αυτή τη συγκυρία η λησμονημένη σήμερα πρώτη εξπρεσιονιστική σκευή του «Γυάλινου Κόσμου» μπορεί και πάλι να τεθεί σε λειτουργία. Κι αυτή τη φορά με τη φόρμα της τηλε-μετάδοσης, όπου ο λόγος βαδίζει δίπλα στη θολή ατμόσφαιρα του ονείρου ανάμεσα σε πλάσματα πλασμένα από την ύλη της μνήμης (και της ενοχής), διαμέσου ενός βλέμματος βυθισμένου σε μια αχλή υποκειμενικότητας, εντός ενός κόσμου όχι μόνο «γυάλινου» αλλά και ανεβασμένου στο μυαλό του συγγραφέα-αφηγητή του για τις ανάγκες της παράστασης.

Αυτό που προβλήθηκε από το Εθνικό μπορεί να έχει τη «θεατρική» υπογραφή του σκηνοθέτη Γιώργου Νανούρη (ο οποίος ανέλαβε και την αναμετάδοση), αποτελεί όμως ξεχωριστή καλλιτεχνική φόρμα, τόσο ολοκληρωμένη μάλιστα ώστε η πρώτη, η «σκηνική» σκηνοθεσία του έργου, να διαλύεται στο τελικό αποτέλεσμα. Συνεχείς αλλαγές πλάνων, κάμερες μεταφέρουν τις λήψεις τους από σημεία που δεν ανήκουν στον χώρο της πλατείας, άριστη φωτογραφία και άρτια ηχητική κάλυψη, και από πάνω μια σκηνογραφία στην οποία τα εκθέματα της μνήμης γίνονται πυκνώσεις και φυλακές φωτός… μια ατμόσφαιρα που δεν ανήκει στο ρεαλιστικό θέατρο μα στην ποιητική της εικόνας.

Με αυτόν τον τρόπο ο Νανούρης πέτυχε, ακολουθώντας τη ροή του μέσου και όχι πηγαίνοντας κόντρα σε αυτό, το ζητούμενο: τη μαγική απόδοση του κόσμου της Αμάντα, της Λόρα και του Τζιμ – πρωτίστως του Τομ όπως αυτός επιστρέφει εντός του παλιού γυάλινου θηριοτροφείου. Εκεί, στην επιστροφή, παραπέμπει η έξοχη σκηνή του τέλους της παράστασης στην οποία ο Τομ παρατηρεί την αδελφή του να κάθεται ανάμεσα σε εκθέματα γυάλινων μονόκερων – ένα έκθεμα μνήμης κι αυτή, κι αυτή ένας λησμονημένος μονόκερος.

Για τους ηθοποιούς θα κρατήσω και πάλι την υπόσχεσή μου να μη σχολιάσω παρά τη γενική τους απόδοση. Κι έχει ενδιαφέρον, καθώς σχεδόν όλοι κινήθηκαν εκτός του παραδομένου ή της στερεοτυπικής εικόνας κάθε ρόλου. Η Αννα Μάσχα σαν φιζίκ δεν παραπέμπει ασφαλώς στον τύπο της Αμάντα όπως τον γνωρίσαμε, μα αυτό δεν φάνηκε να δυσκόλεψε την ηθοποιό στο να αποδώσει με δικά της στοιχεία μια πιο ελαφριά και πιο «γυάλινη» μητέρα. Το ίδιο και ο Κωνσταντίνος Μπιμπής.

Η εμφάνισή του δεν συνάδει αρχικά με την εικόνα του Τομ. Ομως ο ηθοποιός έχει αναπτύξει σαν αντίβαρο έναν επικό τρόπο στο να μετατοπίσει τον ρόλο προς εκείνο του αφηγητή, εκθέτοντας μια περσόνα που όταν δεν παίζει στο έργο αρνείται τη θεατρική υπόστασή της προς χάρη της αλήθειας όσων καταθέτει. Από κοντά και ο Τζιμ σαν διανομή αρχικά προβληματίζει. Μα ο Αναστάσης Ροϊλός κατόρθωσε να βγάλει από τον χαρακτήρα του Τζιμ την (ιρλανδική) πρόθεση ενός κόσμου θετικού και ευπροσήγορου – και να μας πείσει τελικά πως ο δικός του Τζιμ στα επόμενα κιόλας δέκα χρόνια μάλλον θα κοιτάει τα πράγματα από πολύ διαφορετική θέση…

Η μεγάλη όμως ανατροπή έρχεται με τη Λένα Παπαληγούρα. Κι αυτή τη φορά όχι λόγω εμφάνισης όσο λόγω σκηνικής προσωπικότητας της ηθοποιού. Η Λόρα της ερμηνευτικά δεν ανήκει στον τύπο της εύθραυστης μα κατασταλαγμένης γυναίκας. Δεν ακολουθεί μόνο το παλιό δρόμο της υπερευαισθησίας, αλλά τον εμπλουτίζει με μια «βαρύτητα» που μεταξύ άλλων φαίνεται πως έχει αναπτυχθεί από τη Λόρα ως άμυνα στο σωματικό πρόβλημά της.

Είναι μια αληθινά πρωτότυπη και ιδιοφυής σύλληψη, αν μη τι άλλο γιατί μας δίνει το δικαίωμα να προχωρήσουμε στον ρόλο. Μπορούμε να υποθέσουμε πως ό,τι φυλάκισε τη Λόρα στον γυάλινο κόσμο της δεν είναι η ίδια, αλλά η απόφαση των άλλων να μην την αφήσουν να παραδεχθεί την ιδιαιτερότητά της.

Αν ακολουθήσουμε αυτό τον δρόμο, σύντομα φτάνουμε στο συμπέρασμα πως τίποτα καλύτερο δεν μπορούσε να κάνει ο Τομ για την αδελφή του απ’ ό,τι άθελά του έκανε. Της έδωσε το παράδειγμα κάποιου που προχώρησε μπροστά ακολουθώντας την ιδιαιτερότητά του.

Και -κυρίως- την ανάγκασε να βγει από το καβούκι της και να πάρει αναγκαστικά τη ζωή στα χέρια της, όχι σαν αποτυχημένο αντίγραφο των άλλων, αλλά μέσα από την αποδοχή της αναπηρίας της. Αν το όνειρο ξεδιψάει για λίγο, η αλήθεια καταργεί την ίδια τη δίψα.

Η μετάφραση του Στέλιου Βαφέα ξεχωρίζει ασφαλώς για την πρόθεσή της να εισάγει καινά δαιμόνια και σύγχρονες εκφράσεις στο πρωτότυπο. Να σημειώσουμε ξεχωριστά την εργασία της Μαίρης Τσαγκάρη στα σκηνικά, όπως και την εκλεκτή παρουσία των Γρηγόρη Τριανταφύλλου και Δημήτρη Αλεξάκη στις ενδυματολογικές συνδηλώσεις της παράστασης. Τα μουσικά μοτίβα του Θοδωρή Οικονόμου αποτελούν μέρος του ίδιου κόσμου και προέκτασή του στον χώρο του αοράτου.

Πηγή
Author: Γρηγόρης Ιωαννίδης

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...