Μετέωρη χρονιά, μετέωροι ήρωες

Μοιραστειτε το

Τέσσερις χριστουγεννιάτικες ιστορίες.

Τα δυο προηγούμενα Σάββατα, 12 και 19 Δεκεμβρίου, διακρίναμε και σας προτείναμε, μέσα από ένα ευρύ αναγνωστικό φάσμα, πρόσωπα της γραφής και τίτλους που ξεχώρισαν σ’ αυτήν την τόσο αλλόκοτη και δυσοίωνη χρονιά. Σήμερα (κυκλοφορούμε εκτάκτως Πέμπτη) σκεφτήκαμε να αποχαιρετήσουμε το 2020 με τέσσερα διηγήματα που έγραψαν αποκλειστικά για τους αναγνώστες του Ανοιχτού Βιβλίου τέσσερις πεζογράφοι που πρόσφατα κυκλοφόρησαν βιβλίο.

Ο Νίκος Δαββέτας, ο Μιχάλης Μακρόπουλος, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος και η Βίκυ Τσελεπίδου έγραψαν ιστορίες που μετεωρίζονται ανάμεσα στον εγκλεισμό, στην απειλή, στην απουσία και στην προσπάθειά τους μέσω των Χριστουγέννων, με ό,τι αυτά σημαίνουν και συνδηλώνουν, να καταπραΰνουν, να αποφορτίσουν ακόμη και να υπερκεράσουν αυτό το αίσθημα βάρους και κατήφειας που μας πιέζει όλους. Ο καθένας με το δικό του αφηγηματικό βλέμμα. Αλλος πιο ειρωνικά, άλλος πιο ρεαλιστικά, άλλος πιο ονειρικά, άλλος πιο δυστοπικά.

Από μεριάς μας, ευχόμαστε, χρόνια πολλά και καλά. Το 2021 ας διαβεί σ’ ένα ασφαλέστερο υγειονομικά, εργασιακά και πολιτιστικά περιβάλλον. Καλή Χρονιά σε όλες και όλους!  Μ. ΦΑΪΣ

Ελατα Χολομώντα

Του ΝΙΚΟΥ ΔΑΒΒΕΤΑ

Ψοφόκρυο της Φαρμακολύτριας. Κάτω από φύλλα κίτρινα η πόλη του λουφάζει. Το άλλοτε πολύβουο κέντρο της, με το που νυχτώνει, θυμίζει κοιτώνα στρατοπέδου. Λιγοστοί και οι διαβάτες, που διασχίζουν με βήμα ταχύ το οδόστρωμα, σαν εξοδούχοι του Σαββατοκύριακου που σπεύδουν να επιστρέψουν στο τάγμα τους πριν το σιωπητήριο. Τα ξημερώματα το σκηνικό δεν αλλάζει.

Αϋπνος, άκαπνος, νηστικός, κατευθύνθηκε με τα μάτια σχεδόν κλειστά, προς το μοναδικό φωτισμένο κατάστημα της γειτονιάς του: Το σούπερ μάρκετ, που λειτουργεί από την αρχή της καραντίνας 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα, όπως διαλαλεί και η φωτεινή ρεκλάμα της πρόσοψης. Για τον ίδιο, αλλά και για πολλούς ηλικιωμένους συμπολίτες του ήταν, όπως διαπίστωσε, κάτι σαν επίσκεψη στο γυμναστήριο αυτή η έξοδος. Ο μοναδικός περίπατος της ημέρας, η καθιερωμένη σωματική άσκηση -στα όρια της νομιμότητας-, πριν χτυπήσει «κόκκινο» ο αριθμός των διασωληνωμένων. Ετσι και σήμερα, παραμονές Χριστουγέννων, φόρεσε επιμελώς τη φρεσκοπλυμένη μάσκα του και χώθηκε βιαστικά στη φωταγωγημένη αγορά.

«Τραπέζι άστρωτο, εκκλησία αλειτούργητη» έλεγε ο μακαρίτης ο γέρος του. Περιπλανήθηκε στους διαδρόμους του μαγαζιού σπρώχνοντας το άδειο καροτσάκι. Τι να επιθυμήσει και τι να πρωτοδιαλέξει; Αλλο να ψωνίζεις, να στολίζεις και να μαγειρεύεις για τέσσερα άτομα κι άλλο για έναν, τον εαυτό σου. Ομως καλά να πάθει. Δεν έκλεινε τα μάτια, δεν βούλωνε το στόμα και τ’ αυτιά. Βήμα δεν έκανε πίσω. Σε τίποτα. Ωσπου κατέληξαν με τη γυναίκα του, πρώτα στα αστυνομικά τμήματα και ύστερα στους δικηγόρους, τους συμβολαιογράφους και τα δικαστήρια. Το διαζύγιο βγήκε εις βάρος του. Εχασε και την επιμέλεια των παιδιών… Τώρα τα βλέπει μονάχα μέσα από την οθόνη του υπολογιστή. Πώς την πάτησε, δεν θέλει ούτε να το θυμάται..

Κοντοστάθηκε μπροστά από τον πάγκο των τυριών. Η γιορτινή ποικιλία τον εξουθένωσε. Τόσα τυριά… ελληνικά, εισαγόμενα, παραδοσιακά με ή χωρίς ονομασία προέλευσης. Αλλοτε του φαινόντουσαν λίγα. Καθένας στο σπίτι είχε τις προτιμήσεις του: κίτρινα τα παιδιά, λευκά αυτός, λάιτ η ακατανόμαστη. Προσπέρασε τον πάγκο συνοφρυωμένος και στάθηκε στην ουρά του κρεοπωλείου. Δυο κυρίες μπροστά του συνομιλούσαν δίχως να φορούν την προστατευτική μάσκα. Σκέφτηκε να τις επιπλήξει μα δεν είχε όρεξη για καβγάδες. Προσπάθησε να θυμηθεί τι κρέας ψώνιζε η ακατανόμαστη, πώς θα το μαγείρευε, ποιο κομμάτι έλεγε πως ήταν το «καλό». Εδώ ακόμη δυσκολότερη η επιλογή. Του πρότειναν την παραδοσιακή γαλοπούλα, «δέκα κιλά, σαράντα ευρώ, τζάμπα πράμα». Ποιος θα τη φάει; Ακούς εκεί δέκα κιλά. Αυτός μια φτερούγα έτρωγε πάντα και με το ζόρι.

Συνέχισε την περιπλάνησή του στην κάβα. Και μόνο στην ανάμνηση της τελευταίας μέθης του αισθάνθηκε ευάλωτος. Οίνοι ξηροί και γλυκείς, αφρώδεις και ημίγλυκοι, τον προκαλούσαν μέσα από τις φινιρισμένες φιάλες τους. Κόκκινα κρασιά, με μυρωδιές ξηρών καρπών, ώριμων φρούτων και νότες κανέλας, συναγωνίζονταν τα λευκά, με γεμάτο σώμα, αύρα εσπεριδοειδών και νυχτολούλουδων. Διάβασε τις ετικέτες τους, μια προς μία, με περισπούδαστο ύφος, σαν σομελιέ που σταθμίζει τα υπέρ και τα κατά, πριν επιλέξει τον κατάλληλο συνδυασμό, που θα ρεύσει στο εορταστικό τραπέζι. Αναποφάσιστος, όπως πάντα, προτίμησε να επανέλθει και προχώρησε ώς τα είδη δώρων και διακόσμησης, που χρονιάρες μέρες είχαν την τιμητική τους. Από μικρός τού άρεσαν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια, οι μπάλες, οι φάτνες, τα χρωματιστά φαναράκια και τ’ αγγελούδια -τώρα πια όλα made in China.

Θυμήθηκε, αίφνης, το δέντρο που στολίζανε και οι τέσσερις μαζί. Πρωτομηνιά, κατέβαιναν πάντα με τον μεγάλο του γιο ώς την τριγωνική νησίδα της Βασιλέως Γεωργίου, όπου μια συμπαθής Ρωσοπόντια με τον άντρα της μετέφεραν -ποιος ξέρει πώς- από τον χιονισμένο Χολομώντα, ένα ξεπατωμένο δάσος μικρών ελάτων και το ξαναέστηναν πρόχειρα στα πεζοδρόμια της λεωφόρου. Καρφωμένα πάνω στις ξύλινες βάσεις τους τα έλατα, ορθώνονταν αριστερά και δεξιά, σαν εσταυρωμένοι σε παράταξη. Αυτός διπλοπάρκαρε το skoda με τα αλάρμ αναμμένα και ο γιος του κατέβαινε για να διαλέξει το πιο εύρωστο, στο άψε- σβήσε, προτού τους πάρει χαμπάρι ο τροχονόμος.

Τώρα για ποιο δέντρο ν’ αγοράσει στολίδια; Μες στην εργένικη γκαρσονιέρα, που νοικιάζει στην Πάνω Πόλη, ούτε αυτός δεν χωρά καλά καλά. Οχι έλατο, ούτε κλαδάκι γκι δεν θα στολίσει φέτος. Ψηλάφισε ένα χρυσαφένιο αστέρι με κωνικό άνοιγμα στη βάση του, το ιδεώδες για να στολίσει την κορυφή του δέντρου. Αυτή, εξάλλου, ήταν και η πατρική «πινελιά», το επιστέγασμα του ρόλου του: ένα αστέρι στην κορυφή. Πριν βουρκώσει έσυρε τα βήματά του μακριά από τα ράφια, ελπίζοντας σε ένα αποχαιρετιστήριο νεύμα του κουρδιστού Αγιοβασίλη, που στριφογύριζε εδώ και ώρα, γύρω από τον εαυτό του.

Λίγο πριν την έξοδο θυμήθηκε ότι το καροτσάκι του παρέμενε άδειο. Εκανε μια στάση στο ψυγείο με τα προπαρασκευασμένα φαγητά, πήρε την προσφορά της ημέρας, -δυο γεύματα στη συσκευασία του ενός- και κατευθύνθηκε προς τα ταμεία. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή χτύπησε το κινητό του. Καιρό είχε να ακούσει τον ήχο του. Το έφερε δισταχτικά στο αυτί. Μια χριστουγεννιάτικη μελωδία ξεχύθηκε από το ακουστικό, ύστερα μια γυναικεία φωνή, μαγνητοφωνημένη, επανέλαβε δυο φορές σε σπασμένα ελληνικά: «Τα έλατα Χολομώντα σάς εύχονται Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το 2021».

Τελευταίο βιβλίο του Ν. Δαββέτα είναι το μυθιστόρημα «Αντρες χωρίς άντρες» (Πατάκης)

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τα δυο τελευταία ζωντανά πλάσματα στη Γη

Του ΜΙΧΑΛΗ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΥ

Ανήμερα Χριστούγεννα, προτού χαράξει, βγήκε να περπατήσει στους έρημους δρόμους. Ολη νύχτα, από νωρίς που πλάγιασε, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του χωρίς να ’ναι βέβαιος αν κοιμόταν ή αν ήταν ξύπνιος, κι αν ό,τι έβλεπε ήταν σκέψη ή όνειρο· ώσπου τελικά σηκώθηκε, είδε 4:47 στο ρολόι, έριξε πάνω από τις πιτζάμες του ένα παλτό, φόρεσε κάλτσες και παπούτσια, και βγήκε.

Το χνότο του, σύννεφο μέσ’ από το στόμα του, θόλωνε την ερημιά, που καθάριζε και θάμπωνε ξανά στο ρυθμό της ανάσας του. Η ηχώ που ’καναν τα βήματά του, καθώς χτυπούσε ο κρότος τους στα σκοτεινά σπίτια με τους θυμωμένους τοίχους, προπορευόταν και τον ακολουθούσε – σαν να κυνηγούσε τον εαυτό του, ενώ ένας άλλος του εαυτός τον είχε πάρει στο κατόπι.

Δεν είχε στείλει μήνυμα ούτε είχε πάνω του το τηλέφωνό του ή συμπληρωμένο ένα χαρτί με το λόγο της εξόδου. Το ’χε ξεχάσει, αν και στην πραγματικότητα το έκανε επίτηδες κι έπειτα δικαιολογήθηκε στον εαυτό του πως το ξέχασε. Στον ίδιο ταίριαζαν οι δικαιολογίες, άτολμος όπως ήταν πάντα και μονήρης, αλλά μες στη νυχτερινή ερημιά οι γραπτές αιτιολογήσεις έδειχναν ανάρμοστες. Ποιον θα συναντούσε, άλλωστε;

Μα έπειτα συνάντησε ένα σκύλο που στεκόταν σε μια γωνία, ασάλευτος μες στο κρύο, και περίμενε. Δεν του μίλησε, όμως ο σκύλος τον πήρε από πίσω, θαρρείς κι ο μοναχικός άνθρωπος στους άδειους δρόμους ήταν ο λόγος που ’χε σταθεί εκεί να περιμένει.

Ετσι βάδιζαν από διασταύρωση σε διασταύρωση, αυτός μπροστά και το ζώο παραπίσω. Οποτε κοντοστεκόταν ο άνθρωπος, σταματούσε κι ο σκύλος – λες κι ένα αόρατο νήμα τους έδενε, δίμιτο, φτιαγμένο από το μίτο της μοναξιάς του ενός και του άλλου· ώσπου έφτασε μπροστά σε μια εκκλησία και στάθηκε παραξενεμένος. Η θύρα ήταν ανοιχτή μια ιδέα, ενώ θα έπρεπε να ’ναι κλειστή και κλειδωμένη, κι από μέσα φως έβγαινε, αχνό και τρεμουλιαστό.

Εκανε να μπει μα έπειτα στάθηκε. Κι ο σκύλος; σκέφτηκε. Τι παράλογη σκέψη. Γιατί να τον νοιάζει τι θα έκανε ο σκύλος; Είχε ανεβεί ώς το τρίτο σκαλί της εκκλησίας, και κοίταξε πίσω. Το ζώο στεκόταν μπρος από το πρώτο σκαλί τώρα, σάμπως να ήθελε να του δείξει πως θα τον περίμενε – πως δεν θα έμπαινε μέσα, μα ούτε θα ’φευγε.

Ετσι, ανέβηκε τα υπόλοιπα σκαλιά, έσπρωξε σιγά τη θύρα σαν για να μην ενοχλήσει όποιον ήταν μέσα, και μπήκε. Οι φλόγες στ’ αναμμένα κεριά στα μανουάλια χόρεψαν με το που τις άγγιξε το ρεύμα από την πόρτα. Ενα κερί έσβησε ξετυλίγοντας μια κορδέλα καπνού.

Είχε ξαφνιαστεί, που βρήκε ανοιχτή την εκκλησία, αλλά ξαφνιάστηκε πάλι, βλέποντας πως δεν ήταν μόνος. Στους πάγκους, στη δεύτερη σειρά, κάθονταν δυο γερτοί ώμοι κι ένα σκυφτό αναμαλλιασμένο κεφάλι. Κάθισε κι αυτός, πίσω πίσω για να μην ενοχλήσει τον άνθρωπο, κι έμεινε να τον παρατηρεί, περιμένοντας να δει πότε θα κουνιόνταν λίγο κείνοι οι ώμοι κι εκείνο το κεφάλι. Ομως ήταν ολότελα ασάλευτος. Ισως να κοιμόταν.

Ηταν τόση η σιωπή στην εκκλησία, μα και στο δρόμο έξω, που ’χε μονάχα τον ήχο της ανάσας του, να του λέει πως δεν ήταν αυτός ένας κόσμος απόλυτης ακινησίας – νεκρός.

Ο άνθρωπος στους μπροστινούς πάγκους δεν σάλευε, ώσπου στο τέλος ο δεύτερος επισκέπτης το πήρε απόφαση να σηκωθεί και να ζυγώσει. Οσο κι αν προσπάθησε να βαδίσει σιγανά, τα βήματά του μες στη σιωπηλή εκκλησία του φάνηκαν άπρεπα, σαν ιεροσυλία. Τι ’θελε να δει, για τι πράγμα ήθελε να βεβαιωθεί; Δεν ήξερε. Κι αν ο άνθρωπος ήταν άρρωστος; Τότε, δεν θα ’πρεπε να πλησιάσει. Ομως πλησίασε – ήταν καθισμένος στην άκρη της σειράς, κι αυτός στάθηκε μισό μέτρο παρακεί. Τα ρούχα του ανθρώπου, μπορεί και το δέρμα του και τα μαλλιά του, μύριζαν απλυσιά. Η όψη του ήταν κατάχλωμη. Τα χείλια του, δυο ξερά σκασμένα πετσιά που μήτε ψίθυρος ανάσας δεν τα κινούσε. Δεν κοιμόταν, ήταν πεθαμένος. Γιατί λοιπόν, όταν αυτός διέσχισε ξανά την έρημη εκκλησία πίσω προς τη θύρα, βάδισε πάλι σιγανά σαν για να μην ξυπνήσει κάποιον;

Βγήκε έξω στη νύχτα και τα μάτια του δάκρυσαν απ’ την παγωνιά. Ο σκύλος τον περίμενε κει που τον είχε αφήσει, και τώρα τον κοίταξε σάμπως να ήξερε κάτι που ο ίδιος το αγνοούσε. Τι μπορούσε όμως να ξέρει ένας σκύλος; Οταν πήρε το δρόμο προς το σπίτι, το ζώο τον ακολούθησε. Τούτη τη φορά δεν ξαφνιάστηκε· απεναντίας, θα σάστιζε άμα δεν τον είχε ακολουθήσει. Κείνο το νήμα που τους είχε δέσει μεταξύ τους, μες στους άδειους δρόμους στην κρύα νύχτα, τώρα είχε ενώσει ακόμα πιο γερά τον έναν με τον άλλον – το ’χε σφίξει ο πεθαμένος μέσα στην εκκλησία.

Εφτασαν, άνοιξε την εξώθυρα, και μπήκαν. Στο σπίτι, έδωσε φαΐ και νερό στο σκύλο· έβαλε να φάει κάτι κι ο ίδιος, γιατί ’χε πεινάσει ξάφνου. Επειτα βρήκε μια παλιά κουβέρτα και την έστρωσε στο ζώο για να κοιμηθεί. Δεν σκέφτηκε να του δώσει κάποιο όνομα· δεν χρειαζόταν. Το «σκύλος» έφτανε.

«Εσύ κι εγώ», του είπε, «είμαστε τα δυο τελευταία ζωντανά πλάσματα στη Γη».

Τελευταίο βιβλίο του Μ. Μακρόπουλου είναι η νουβέλα «Η θάλασσα» (Κίχλη)

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Ο ιός του Θεού

Του ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Για μια απλή δουλειά στην Εφορία απαιτείται να κλείσω ραντεβού. Παίρνω τηλέφωνο και, παραδόξως, κάποιος το σηκώνει. Ο υπάλληλος τσινάει λίγο, αλλά με τα πολλά μού δίνει ημερομηνία και ώρα.

Στέλνω sms με κωδικό 3 και διασχίζω μασκοφόρος την Αθήνα. Στην είσοδο της ΔΟΥ με θερμομετρούν και κρατούν τα στοιχεία μου. Οφείλω να παραδεχτώ πως η όλη διευθέτηση είναι, τελικά, μάλλον προτιμότερη: η ουρά είναι πολύ μικρή και, το σπουδαιότερο, γλιτώνεις τις βαθυστόχαστες αναλύσεις από αυτόκλητους ρήτορες περί ανυπαρξίας του κράτους – στη συγκεκριμένη περίσταση θα είχαν επικαιροποιηθεί, ασφαλώς, σε εξίσου βαθυστόχαστες αναλύσεις περί ανυπαρξίας του ιού. Κάνω τη δουλειά μου σχετικά γρήγορα και ξαναδιασχίζω την Αθήνα προς τα πίσω.

Συνεργεία του δήμου φυτεύουν λουλούδια στα παρτέρια. Στο Σύνταγμα, ένα γερανοφόρο έχει επιστρατευτεί για τον στολισμό του δέντρου. Αναρωτιέμαι τι νόημα έχει αυτό τη στιγμή που χάνονται καμιά εκατοστή άνθρωποι την ημέρα. Η εορταστική δραστηριότητα επιβεβαιώνει με τον πιο εμφατικό τρόπο το κυνικό ρητό «οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους».

Το άνοιγμα των εποχικών καταστημάτων είναι η πρώτη είδηση της ημέρας…

Ανέκαθεν σιχαινόμουν τα Χριστούγεννα. Εβρισκα εξουθενωτικό αυτόν τον εορταστικό καταναγκασμό – μου θύμιζε την αγγαρεία της αποψίλωσης στα χρόνια του στρατιωτικού. Κάθε τόσο, άντρες οπλισμένοι με τσάπες τα έβαζαν με τα επίμονα ξερόχορτα, μην έχοντας τίποτε καλύτερο να κάνουν. Κάθε χρόνο, άντρες και γυναίκες οπλισμένοι με τσάντες αποψιλώνουν την αγορά, εις το όνομα του Υιού κάποιου του οποίου η ύπαρξη αμφισβητείται με σοβαρά επιχειρήματα.

Τα λαμπάκια δεν με ενοχλούν. Το αντίθετο: δεν καταλαβαίνω γιατί τα ξηλώνουν μόλις τελειώνουν οι γιορτές. Αλλά αυτή η μανία να καταβροχθίσεις όσο περισσότερα μελομακάρονα και κουραμπιέδες γίνεται μέσα σε δεκαπέντε μέρες με ξεπερνάει. Η μάνα έφτιαχνε τους ωραιότερους κουραμπιέδες που έχω φάει στη ζωή μου, αλλά πρέπει να δεχτούμε πως αν οι κουραμπιέδες ήταν ωραίο γλυκό θα τους αποζητάγαμε και τον Απρίλιο – όπως συμβαίνει, ας πούμε, με το σουφλέ σοκολάτας.

Και για τα δώρα δεν έχω αντίρρηση. Αλλά αυτή η έκρηξη καταναλωτισμού που συνδέεται με τη συγκεκριμένη περίοδο σχεδόν με θλίβει. Ισως να φταίει ότι οι γονείς μου αντιμετώπιζαν τις γιορτές με ένα πνεύμα περισσότερο χρηστικό παρά Χριστουγεννιάτικο. Φυσικά και παίρναμε δώρα, αλλά αυτά ήταν βιβλία και ρούχα, κυρίως – τα ρούχα που είχαμε ανάγκη και τα οποία δεν μας είχαν αγοράσει νωρίτερα. Τη διαφορά την έκανε η συσκευασία – το «γιορταστικό» σχέδιο στο χαρτί περιτυλίγματος. Αυτό, και το γεγονός ότι το δώρο περίμενε υπομονετικά τοποθετημένο κάτω από το –ίδιο πάντα– πλαστικό δέντρο με τις –ίδιες πάντα– κόκκινες μπάλες και τα –ίδια, μέχρι να καούν τουλάχιστον– λαμπιόνια που αναβόσβηναν ρυθμικά. Ολοι το ξέραμε πως κάτω από το δέντρο υπήρχε ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο, ένα πουλόβερ ή τα καινούργια παπούτσια.

Αυτή η αίσθηση της διαδικαστικής χαράς ήταν που με έκανε να σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα. Οι διακοπές από το σχολείο ίσως ήταν το μόνο καλό που μπορούσα να σκεφτώ, αλλά το σχολείο, όπως όλα τα καλά, τελείωσε κάποτε…

Επιστρέφω στο σπίτι. Η μάνα μου με παίρνει – στο σταθερό, πάντα. Είναι η μόνη που με παίρνει στο σταθερό. Αυτή και οι τράπεζες. Εχει ανησυχήσει. Της εξηγώ ότι είχα πάει στην Εφορία. Ανησυχεί ακόμα περισσότερο. Με νουθετεί: δεν είναι ανάγκη να παίζω το κεφάλι μου κορόνα-γράμματα – δεν έπαιρνε αναβολή; Στα 88 της, με υποκείμενο νόσημα, έχει τη δική μου έγνοια. Τι θα φάω, πώς κοιμήθηκα, αν έπλυνα τα χέρια μου. Στο τέλος, ρωτάει δειλά αν σκοπεύω να πάω καμιά βόλτα από κει… Θέλω πολύ να τη δω, αλλά το τελευταίο που θέλω είναι να την εκθέσω σε κίνδυνο. Σωπαίνει. Πάει να πει δεν της αρέσει, αλλά πρέπει να το δεχτεί – αυτό είναι το λογικό.

Και τα Χριστούγεννα; Δεν κρατιέται – αυτό ήθελε να ρωτήσει εξαρχής.

Τα Χριστούγεννα θα φάμε μαζί, της υπόσχομαι.

Οι σινδόνιες θα έχουν ανθίσει στον κήπο. Θα έχει κόψει δυο τρία κλαριά, εκείνα με τα πιο τροφαντά κόκκινα μπουμπούκια για να στολίσει το τραπέζι. Θα της πάω μια γλάστρα με αλεξανδρινό. Θα μου έχει ετοιμάσει έναν δίσκο με κουραμπιέδες και μελομακάρονα – για το καλό. Ποτέ δεν της είπα ότι δεν καταφέρνω να τα φάω – ότι πάνε χαμένα. Θα έχει ψήσει γαλοπούλα, γιατί αυτό επιβάλλει το έθιμο. Η γέμισή της –με σταφίδες και κάστανα– θα είναι πεντανόστιμη, ως συνήθως. Θα μου έχει πάρει δώρο – δυο τρία ζευγάρια κάλτσες ή ένα κασκόλ.

Για το καλό, πάντα. Θα της έχω πάρει κάτι κι εγώ – ένα μαντίλι, ίσως. «Τι ξοδεύεσαι;» θα μου πει, ως συνήθως. «Τι τα θέλω εγώ αυτά τώρα;». Θα έχει φτιάξει γιαούρτι με πορτοκάλι, που το λατρεύουμε. «Είναι χωνευτικό!» θα εξηγήσει, λες και χρειάζεται δικαιολογία. Θα της κρατήσω το χέρι και θα της χαϊδέψω τα μαλλιά την ώρα που θα θυμηθεί συγκινημένη τον πατέρα. Θα παίζει μουσική – κάποιο άθλιο χριστουγεννιάτικο τραγούδι, αλλά κανείς δεν θα δίνει σημασία. Θα μιλήσουμε για συγγενείς και την πολιτική κατάσταση. Για τα αναδρομικά που δεν πήρε. Για την τιμή του πετρελαίου και τον καιρό. Θα μιλήσουμε για τον ιό και το λοκντάουν. Θα ευχηθούμε και του χρόνου να είμαστε καλά. Θα της χαϊδέψω ακόμα μια φορά τα μαλλιά, λίγο πριν φύγω. Για μια στιγμή έστω, τα Χριστούγεννα θα έχουν αποκτήσει νόημα.

Τελευταίο βιβλίο του Ν. Παναγιωτόπουλου είναι η συλλογή διηγημάτων «Ανήσυχα άκρα» (Μεταίχμιο)

ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΑΣΑΡΓΙΩΤΑΚΗ

Εκτός λειτουργίας

Της ΒΙΚΥΣ ΤΣΕΛΕΠΙΔΟΥ

Ο μπαμπάς δεν πέθανε από covid, γλίστρησε απλά στο χαλάκι του μπάνιου τέσσερις η ώρα το πρωί καθώς πήγαινε να κατουρήσει. Χρειάστηκε πάνω από μία ώρα για να καταφέρει η μαμά να τον ρυμουλκήσει στο κρεβάτι τους. Εμεινε εκεί μέχρι τις έντεκα να σφαδάζει, δεν καλούσε η μαμά ασθενοφόρο, φοβόταν τον κορονοϊό. Το νοσοκομείο τους ήταν κέντρο αναφοράς κι ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα τα επιβεβαιωμένα κρούσματα στην πόλη τους σχημάτιζαν τριψήφιους αριθμούς. Είπε πως μπορεί να ήταν τίποτα μώλωπες που θα περνούσαν, του έδωσε κι ένα λεξοτανίλ για να ηρεμήσει. Οταν οι βαριές ανάσες του άντρα της άρχισαν να κόβονται, να γίνεται πιο γρήγορη η αναπνοή του, μας πήρε τηλέφωνο. Μιάμιση ώρα μετά, το ασθενοφόρο έφτασε κάτω από την πόρτα τους, κακήν κακώς οι τραυματιοφορείς τον κατέβασαν από τη στενή σκάλα.

«Κανένας συνοδός μέσα», μας είπαν στη ρεσεψιόν. Ενα λευκό καχεκτικό δεντράκι με γαλάζια φωτάκια στην αίθουσα αναμονής αναβόσβηνε ρυθμικά, προσπάθησα να συντονιστώ στον ρυθμό του, αδύνατον να τα καταφέρω. Ο Δημήτρης δεν σήκωνε κεφάλι από το κινητό κι η μαμά όλο γκρίνιαζε για τη μέση της, πασάλειβε κάθε τόσο τα χέρια της με αντισηπτικό, ένα που είχε στην τσάντα της, όχι το κοινόχρηστο του νοσοκομείου. Μας ενημέρωσαν αργά το απόγευμα ότι θα τον κρατούσαν και μας έδιωξαν. Κάταγμα ισχίου, χειρουργείο ρουτίνας για έναν ορθοπεδικό. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο αμίλητοι φορώντας ακόμη τις μάσκες μας, έξω η πόλη, άδεια, είχε Χριστούγεννα. Δύο επιβάτες σύμφωνα με τα νέα μέτρα ανά ΙΧ, τρεις εμείς. Στα φανάρια σταμάτησε δίπλα μας το περιπολικό. Οταν άναψε το πράσινο, η αστυνομία έστριψε δεξιά, εμείς τραβήξαμε ευθεία.

Στον θάλαμο που τον βάλανε δεν είχε ίντερνετ, ενώ η τηλεόραση ήταν μονίμως εκτός λειτουργίας για να μη χρειάζεται πότε ο ένας, πότε ο άλλος να πιάνει το τηλεκοντρόλ -η διενέργεια των περιορισμένης αξιοπιστίας rapid test στην είσοδο δεν εγγυόταν την ασφάλεια κανενός. Γιατροί και νοσοκόμες εξαφανισμένοι. Οι επισκέψεις φυσικά απαγορεύονταν. Ο μπαμπάς έμεινε για πέντε μέρες σε ένα δωμάτιο να πονάει μόνος του κοιτάζοντας έναν άσπρο τοίχο απέναντι. Ο διπλανός του, ένας υπέργηρος με άνοια, ήταν σαν να μην υπήρχε. Οπως άλλωστε κι εμείς. Υπήρχαμε, αλλά ουσιαστικά δεν υπήρχαμε για εκείνον.

Ούτε και για τους γιατρούς υπήρχαμε -αν υπήρχανε. Κανείς ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να μας ενημερώσει για την κατάστασή του. Κανείς ποτέ δεν σήκωσε το τηλέφωνο στο γραφείο τους. Επικοινωνούσαμε μόνο με τον ίδιο στο κινητό του κι από την εξασθενημένη του φωνή μαθαίναμε κουτσές πληροφορίες. «Με ετοιμάζουν για χειρουργείο, σε λίγο μπαίνω» είπε μια Δευτέρα η φωνή και δεν ξαναμίλησε.

Αυτή που μίλησε ήταν η αναισθησιολόγος. Οχι σε μας. Στην κουνιάδα της. Κι η κουνιάδα, μέσω μιας φίλης της μαμάς, στη μαμά. «Δεν ξέρανε πώς να το αντιμετωπίσουνε, τα χάσανε μόλις είδανε τις ακτινογραφίες, κοίταγε ο ένας τον άλλον. Παιδάκια, κι οι δυο μαζί πάνω από δέκα, είκοσι επεμβάσεις ισχίου, απλές ισχίου, δεν είχαν κάνει. Και τους έτυχε αυτό. Απόρησα κι εγώ μόλις είδα το κάταγμα, αλλά πιο πολύ τρόμαξα απ’ το βλέμμα τους, έπαιζαν οι κόρες στα μάτια τους καθώς οι ακτινογραφίες περνούσαν από χέρι σε χέρι. Ενας που κάτι ίσως θα μπορούσε να κάνει παραιτήθηκε πριν από λίγους μήνες, άνοιξε δικό του ιατρείο έξω, κι ο αμέσως καλύτερος μετακινήθηκε εκτάκτως στο τμήμα covid. Κατάγματα σαν αυτό δεν τα κρατούσαμε στο νοσοκομείο ούτε την καλή την εποχή, αλλά τώρα να στείλεις αυτόν τον άνθρωπο πού; Σε ποιον; Βράζει ο τόπος, γεμάτες οι εντατικές παντού, οι ιδιωτικές κλινικές επιταγμένες, μέχρι να βρεις κρεβάτι σού φεύγει ο ασθενής. Δίνεις αίμα και στο αρπάζουν μέσα από τα χέρια. Να πήγαινε πού; Εύκολη, δύσκολη, η εγχείρηση έπρεπε να γίνει, όσο περνούσε ο χρόνος η πιθανότητα μιας εμβολής, μιας θρόμβωσης όλο και αυξανόταν. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα».

Μια από τις σιωπηλές εκείνες μέρες, καθώς περίμενα -με τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου- να χτυπήσει το τηλέφωνο, να μάθουμε επιτέλους από κάποιον, γιατρό, διοικητικό, τι γίνεται, ποια η πορεία της υγείας του -ευχόμενη κατά βάθος να μη χτυπήσει ποτέ, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που χτυπάνε ορισμένες φορές τα τηλέφωνα- άκουσα από το δωμάτιο των μικρών αυτόν τον διάλογο: «Ομως παλιά που είχε πόλεμο εμείς δεν πεθάναμε». «Ε όχι, αφού τότε δεν υπήρχαμε». «Τώρα όμως υπάρχουμε;» «Ε ναι, αφού θα μας φέρει δώρα ο Αγιος Βασίλης». Κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, μπλε φωτάκια με τη σειρά άναβαν κι απότομα έσβηναν στο σαλόνι. Μέσα στο μαλακό σκοτάδι τα παιδιά κυνηγιόντουσαν τσιρίζοντας, οι χρωματιστές σκιές τους στον τοίχο μια μεγάλωναν και μια μίκραιναν, ώσπου η μια σκιά έπιασε την άλλη από την πιτζάμα και την έριξε στο πάτωμα.

Ο μπαμπάς είχε περάσει τέσσερα εμφράγματα, είχε ζάχαρο, πίεση και χαλασμένα νεφρά. Ο μπαμπάς ήταν εβδομήντα έξι κι έτσι κι αλλιώς από κάτι θα πέθαινε.

Τελευταίο βιβλίο της Β. Τσελεπίδου είναι το μυθιστόρημα «Ο μεγάλος σκύλος» (Νεφέλη)

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...