Ιστορία απομόνωσης και εγκλεισμού

Μοιραστειτε το

Θανάσης Δόβρης, Μιχάλης Πανάδης, Σωτήρης Τσακομίδης, Νίκος Στεργιώτης, Πάρης Μαντόπουλος

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Γραμμένο στην εποχή της πανδημίας, για podcast, το μονόπρακτο του Βασίλη Μαυρογεωργίου διατίθεται δωρεάν, στο διαδίκτυο. Τα σκηνικά, οι μετατοπίσεις και δράσεις του έχουν ελαττωθεί στα απολύτως αναγκαία. Στηρίζεται στον διάλογο, στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στη σκιαγράφηση των προσώπων και δύσκολα κάποιος μπορεί να φανταστεί να ανεβαίνει σε μια άλλη, «κανονική» σκηνή.

Λέγαμε την προηγούμενη φορά πως το ακουστικό θέατρο, που αναβιώνει τελευταία στις συνθήκες αναστολής της θεατρικής κίνησης, είναι «μια κάποια λύσις» τουλάχιστον για τους θιάσους που δεν δύνανται ή δεν ενδιαφέρονται να στραφούν προς την ψηφιακή προβολή των παραστάσεών τους.

Ακόμα περισσότερο σημειώσαμε πως το είδος αυτό παρουσιάζει πολλές δυνατότητες, τόσο από καθαρά δραματουργικής άποψης, όσο και από την άποψη της σχετικά εύκολης και ευέλικτης παραγωγής του. Το ακουστικό θέατρο μπορεί να μεταφέρει ήδη υπάρχοντα θεατρικά, διασκευάζοντάς τα για το ραδιόφωνο, να μεταποιήσει πεζά κείμενα σε κατάλληλες ακουστικές σκηνές και πράξεις ή, τέλος, να δημιουργήσει έργα εξαρχής ειδικά προσαρμοσμένα στις συνθήκες του συγκεκριμένου μέσου.

Το «Αυτοί που κοιτούν» του Βασίλη Μαυρογεωργίου, που φιλοξενείται από το Θέατρο Τέχνης στην ψηφιακή του πλατφόρμα (με δωρεάν πρόσβαση και την ευγενική προτροπή κάποιας ελεύθερης συνεισφοράς προς τον θίασο), ανήκει στην τελευταία κατηγορία.

Είναι ένα σύντομο μονόπρακτο (διαρκεί περίπου μία ώρα) που γράφτηκε στη διάρκεια της προηγούμενης καραντίνας, προφανώς υπό την ψυχολογική της επήρεια, και το οποίο ανέβηκε σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μαυρογεωργίου με την ερμηνευτική συμμετοχή ηθοποιών του Θεάτρου Τέχνης.

Εχουμε επομένως τη σπάνια εκείνη περίπτωση όπου γνωρίζουμε τις συνθήκες συγγραφής και υλοποίησης ενός θεατρικού πρότζεκτ, ώστε να αντιληφθούμε σε βάθος τις δημιουργικές του προθέσεις. Είναι προφανές πως το «Αυτοί που κοιτούν» επιχειρεί να μεταλλάξει το κλίμα απομόνωσης και εγκλεισμού του ίδιου του συγγραφέα και των συμπολιτών του σε μια πρόταση δημιουργική, κουβαλώντας την «αίσθηση των ημερών». Είναι μια πρόταση επίκαιρη, αγκυρωμένη στις καταστάσεις που όλοι γνωρίζουμε, και την ίδια στιγμή είναι η επίδειξη του τρόπου με τον οποίο ο δημιουργός επιχειρεί να αναχθεί πάνω από το επίκαιρο και το συγκεκριμένο για να συνομιλήσει με ανάλογες καταστάσεις άλλων εποχών και να εντοπίσει το ανθρώπινο στίγμα εντός της κοινής ιστορικής εμπειρίας.

Το άλλο σημείο ενδιαφέροντος του εγχειρήματος του Τέχνης το έχουμε ήδη επισημάνει. Καθώς ο Μαυρογεωργίου γράφει για το ραδιόφωνο (για το podcast, έστω) ακολουθεί εξαρχής στη γραφή του κανόνες, περιορισμούς και δυνατότητες του είδους. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος το έργο του να ανεβαίνει σε μια άλλη, «κανονική» σκηνή. Είναι έτσι γραμμένο ώστε σκηνικά, μετατοπίσεις και δράσεις να έχουν ελαττωθεί στα απολύτως αναγκαία. Στηρίζεται περισσότερο στον διάλογο, στη δημιουργία ατμόσφαιρας, στη σκιαγράφηση των προσώπων του.

Και στρέφεται ειδολογικά προς εκείνο το ρεύμα που μπορεί να ικανοποιήσει ακριβώς όλα τα παραπάνω: στο θέατρο του υπαρξισμού και ακριβέστερα στο κομμάτι του που εξελίχθηκε στο θέατρο του παραλόγου. Τουλάχιστον στην αρχή. Εκεί που συναντάμε το γνωστό πια δίδυμο των δυο συμπληρωματικών χαρακτήρων, μεταξύ τους αντίθετων όσο και δεμένων με αόρατα νήματα. Δυο στρατιώτες λοιπόν σε μια ανώνυμη μη-χώρα, βρίσκονται αμφότεροι δεσμευμένοι σε μια σκοπιά, σε ένα πύργο παρακολούθησης, με σκοπό να κρατήσουν έξω από τα σύνορα της χώρας τους όσους θα επιχειρήσουν να τα περάσουν παρανόμως.

Αν και κάποια, ελάχιστα στοιχεία στο έργο αφήνουν να διαφανούν πως οι δυο στρατιώτες είχαν μια ζωή και εκτός της συγκεκριμένης αποστολής, εντούτοις και οι δυο δίνουν την εντύπωση πως έχουν αναλάβει μια αποστολή σισύφεια, μια στρατιωτική θητεία που θυμίζει μια παραβολή της υπαρξιακής κατάστασής τους. Γιατί κι αν το πόστο τους ακούγεται προσωρινό, η ίδια η θέση και η αναφορά τους σε έννοιες δεσμευτικές, όπως «πατρίδα», «καθήκον» ή «εχθρός», τους επιβάλλει διαρκή εγρήγορση και απόλυτη αφοσίωση. Ψηλά στον πύργο τους ο ένας οφείλει να θυμίζει στον άλλον πως ανήκουν σε μια κοινότητα που ταυτίζεται με τα «σύνορα», πως έχουν κοινή αποστολή, πως αναφέρονται σε ένα κοινό μίσος και στην άσβεστη αποστροφή προς τους «εχθρούς».

Τους μακρινούς εκείνους, ανώνυμους κι αόρατους «Αλλους», που όσο κρατιούνται σε απόσταση μπορούν να γεμίζουν την προκατάληψη, την κενοδοξία και τερατολογία, αποκτώντας για όλους μας το πρόσωπο του φόβου. Ωσπου κάποια στιγμή το απέναντι «τέρας» θα πλησιάσει τόσο ώστε να δούμε από κοντά το πρόσωπό του.

Το μονόπρακτο ακολουθεί δραματουργικά την πεπατημένη της διπλής ανατροπής των ρόλων θύτη και θύματος μεταξύ των δυο συνοροφυλάκων και του ενός «εισβολέα». Θεωρητικά όμως επιχειρεί μια πολύ τολμηρότερη ιχνηλασία στις αντιδράσεις των δυο στρατιωτών. Ο ένας μοιάζει ακλόνητα ευπειθής, πιστός στο πρωτόκολλο και στον ρόλο του στρατιώτη/φύλακα. Ο δεύτερος, αντίθετα, είναι λιγότερο αφοσιωμένος στις αρχές του πολέμου, εμφανώς περισσότερο ωφελιμιστής αλλά και δολοπλόκος. Ο πρώτος αδυνατεί να έχει οποιαδήποτε υπαρξιστική αναφορά, καθώς είναι απόλυτα ετεροκαθορισμένος. Ο δεύτερος όμως θα συναντήσει στο πρόσωπο του Αλλου για πρώτη φορά στη ζωή του ένα βαθύ υπαρξιακό δίλημμα, ένα μεγάλο ερώτημα που θα τον κάνει να επιλέξει με ποιος/τι θα πάει και ποιους/τι θα αφήσει…

Το ερώτημα είναι ποιον από τους δυο επιλέγουμε. Ο ένας κρύβει την τύφλωση όταν ο άλλος κρύβει τον αλληθωρισμό. Κι αν ο πρώτος προκαλεί τον τρόμο με την ατσάλινη προσήλωσή του στο μίσος, ο δεύτερος δεν απέχει πολύ από την αηδία με τη διαρκή του παλινδρόμηση… Δεν αποκαλύπτω κάτι άλλο περισσότερο για την υπόθεση του μονόπρακτου του Μαυρογεωργίου καθώς, κακά τα ψέματα, η γοητεία αυτών των έργων κρύβεται πάντα σε κάποια τελική ανατροπή τους. Προσπαθώ να μεταφέρω ένα μικρό μέρος από τη θεωρητική δεξαμενή, την ατμοσφαιρική, σύντομη και πυκνή αλληγορία της πολιτικής και υπαρξιακής κατάστασης που η ανθρωπότητα μετά τον Ψυχρό Πόλεμο έχει να αντιμετωπίσει για μια ακόμη φορά. Αρκεί να πω πως ο «Αλλος σαν απειλή» και το «Εγώ σαν σύνορο» λειτουργούν στο μονόπρακτο του Τέχνης σαν σημάνσεις κινδύνου από την επαπειλούμενη πανδημία των δυο ιών του φασισμού και του ιδεολογικού επαμφοτερισμού.

Οι ηθοποιοί του Τέχνης Θανάσης Δόβρης και Μιχάλης Πανάδης έχουν μεταφέρει πολύ ικανοποιητικά τους βασικούς ρόλους του έργου, κατορθώνοντας να σκιαγραφήσουν τα πρόσωπά τους. Στη διανομή συμμετέχουν ακόμα οι Σωτήρης Τσακομίδης (σαν αιχμάλωτος), ο Νίκος Στεργιώτης και ο Πάρης Μαντόπουλος. Τη ραδιοσκηνοθεσία και ηχητική επεξεργασία ανέλαβε ο Πάρης Μαντόπουλος, ενώ τη μουσική, που επένδυσε καίρια την παράσταση, ανέλαβε ο Γιώργος Φουντούκος.

Πηγή
Author: Γρηγόρης Ιωαννίδης

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...