«Η λογική της λύσης»

Μοιραστειτε το

Το παρασκήνιο της επίλυσης του Μακεδονικού μέσα από το νέο βιβλίο του πρώην υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά, πρωτεργάτη της Συμφωνίας των Πρεσπών.

Προδημοσίευση

Με το βιβλίο-ποταμό, 1.008 σελίδων, «Η Λογική της Λύσης» που κυκλοφορεί την Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Gutenberg, ο Νίκος Κοτζιάς καταθέτει τη μαρτυρία του για το παρασκήνιο της Συμφωνίας των Πρεσπών, αποκαλύπτει τη μυστική διπλωματία προηγούμενων ελληνικών κυβερνήσεων που έφτασαν να αποδεχτούν «λύσεις» διπλής, ακόμη και τριπλής ονομασίας για την ΠΓΔΜ, και συζητούσαν ονόματα που αντέβαιναν στα εθνικά μας συμφέροντα, όπως το «Δημοκρατία της Μακεδονίας – Σκόπια» και περιγράφει τις απόπειρες επίλυσης των κυβερνήσεων Μητσοτάκη, Παπανδρέου και Σημίτη με χρήση εγγράφων του υπουργείου των Εξωτερικών που έρχονται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα. Παρουσιάζεται, επίσης, το περιεχόμενο της Συμφωνίας σε σχέση με τα θέματα διαπραγμάτευσης, το τι πρέπει να γίνει μετά την υπογραφή της και το γιατί δεν πρέπει η υλοποίησή της να αφεθεί στον αυτόματο πιλότο, την αδράνεια και τη λογική της ανευθυνότητας.

Ομως, το βιβλίο του πρώην υπουργού Εξωτερικών και αρχιτέκτονα της Συμφωνίας των Πρεσπών δεν μένει μόνο στις ιστορικές αναφορές και τις προσωπικές αποκαλυπτικές μαρτυρίες, αλλά ταυτόχρονα συγκροτεί και ένα δοκίμιο, μια φιλοσοφική θεώρηση για τον τρόπο επίλυσης κρίσεων, μια πολιτική θεωρία για τις διεθνείς σχέσεις.

Αποσπάσματα από το νέο βιβλίο του Ν. Κοτζιά:

Στις διαπραγματεύσεις σημαίνει να κρατά κανείς στην αρχή αποστάσεις μέχρι να αξιολογήσει νοητικά, συναισθηματικά και πρακτικά ότι και η άλλη πλευρά θέλει Λύση. Οπως αναλύω στο τελευταίο Μέρος του βιβλίου, προκειμένου να πετύχουν οι διαπραγματεύσεις σε κάποιο σημείο πρέπει να περάσουν από τον ανταγωνισμό των θέσεων στη συναντίληψη ότι η Λύση του προβλήματος, αν γίνει προς όφελος όλων, είναι προς το συμφέρον και των δυο πλευρών.

Νομίζω, σε εκείνο το σημείο όπου οι διαπραγματευτές βρίσκουν την κοινότητα των συμφερόντων και εγκαταλείπουν τη διαμάχη των θέσεων, περνούν από τη δυσπιστία στην Εμπιστοσύνη. Δυσπιστία και Εμπιστοσύνη όχι μόνο του ενός ως προς τον άλλο, αλλά από κοινού και των δυο στο κατά πόσο μπορεί να υπάρξει Λύση. Είναι η στιγμή όπου στη διαπραγμάτευση «σκοτώνεται» η απόσταση. Τα μέρη έρχονται κοντά και από τον ανταγωνισμό περνάνε στη συνεργασία. Βέβαια, οι διαχωρισμοί είναι μεθοδολογικοί και όχι απόλυτοι. Και αυτό γιατί και στις πιο ακραίες στιγμές δυσπιστίας μπορεί να υπάρξουν πλευρές Εμπιστοσύνης στο ένα ή άλλο θέμα και να γεννηθούν ψήγματα Εμπιστοσύνης. Ανάλογα, και στις πιο έντονες στιγμές Εμπιστοσύνης μπορεί στο ένα ή άλλο θέμα και πεδίο να υπάρχουν υπολείμματα δυσπιστίας.

  • 1.5. Η κατάκτηση της Εμπιστοσύνης και η αλλαγή συμπεριφοράς

Η πείρα που περιέγραψα πιο πάνω, με βάση και τα θεωρητικά εργαλεία που μας δίνει μια θεωρία Εμπιστοσύνης, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όσο αναπτύσσεται η Εμπιστοσύνη ανάμεσα στις δυο πλευρές, τόσο περισσότερο καταγράφεται μια διαφοροποίηση στη συμπεριφορά. Αυτή η διαφοροποίηση στις διαπραγματεύσεις για το Ονοματολογικό είχε τα εξής στοιχεία: (α) Επαψαν οι δυο πλευρές να εμφανίζουν καθετί αδιαπραγμάτευτο. Η συζήτηση συγκεντρώθηκε περισσότερο στα κομβικά ζητήματα και στις πραγματικές κόκκινες γραμμές. (β) Αρχισε η συζήτηση για τις τελευταίες και αναζητήθηκαν εναλλακτικές. (γ) Συμφωνήθηκε (στη συνάντηση του Δεκεμβρίου του 2017 στις Βρυξέλλες) να διευρυνθεί η θεματική της διαπραγμάτευσης με μια ατζέντα για το μέλλον και τη συνεργασία των δυο κρατών μετά την εκπόνηση και υπογραφή της Συμφωνίας για το Ονοματολογικό. Η διαπραγμάτευση απέκτησε έναν ευρύτερο χαρακτήρα με θεματική που δεν είχε τις δυσκολίες που είχε η κύρια θεματική της διαπραγμάτευσης.

Αρα «κατασκευάστηκε» μια δεύτερη διαπραγμάτευση μέσα στη διαπραγμάτευση, που έδινε τη δυνατότητα να υπάρξει ένα πεδίο διευκόλυνσης διαμόρφωσης Εμπιστοσύνης και συγκλίσεων ανάμεσα στα δυο μέρη.

[…]

Ζούμε σε μια διαφορετική εποχή από εκείνη του 19ου αιώνα, αλλά και του 20ού αιώνα μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τα μικρά κράτη έχουν μεγαλύτερη άνεση να βρίσκουν συμμάχους και στηρίγματα. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι συμμαχίες ή και συνεργασίες μπορεί να βρίσκονται γεωγραφικά αρκετά μακρύτερα από την άμεση γειτονιά μιας χώρας. Αυτό είναι κάτι που δεν το είχε αντιληφθεί η ελληνική κοινή γνώμη και διάφοροι μακεδονομάχοι.

AP Photo/Boris Grdanoski

Είχαν κολλήσει στο δόγμα ότι «όσοι και αν αναγνωρίσουν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας» αυτή όχι μόνο θα εξαρτάται άμεσα από εμάς (ορθό), αλλά αποκλειστικά από εμάς (λάθος). Εβλεπαν ότι το εμπόριο της ΠΓΔΜ πέρναγε από τη Θεσσαλονίκη. Δεν έβλεπαν, όμως, τις αναπτυσσόμενες σχέσεις της ΠΓΔΜ, επί παραδείγματι με τη Σερβία, τη Βουλγαρία, την Αυστρία και την Τουρκία, που ενίσχυαν την αυτονομία της έναντι της Ελλάδας. Δεν έβλεπαν ότι είχαν αρχίσει να σχεδιάζονται οδοί διασύνδεσης των Σκοπίων με άλλα λιμάνια, όπως το Δυρράχιο και πιθανά τη Βάρνα. Δεν έβλεπαν ότι στον δρόμο προς τη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, οδικά και σιδηροδρομικά, ήταν η Ελλάδα που έπρεπε να περάσει από τα Σκόπια και όχι τα Σκόπια από την Αθήνα.

Ακόμα, σε μια τέτοια περίπτωση, τα συγκρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή θα έπαιρναν το πάνω χέρι έναντι των συμφερόντων ειρήνης. Αυτό υποχρέωνε την Ελλάδα να παίξει ηγετικό ρόλο στη λύση των προβλημάτων της περιοχής των Βαλκανίων και όχι στη μικροπολιτική. Το πρόβλημα του Ονοματολογικού δεν δυσκόλευε μόνο τη ζωή της τότε ΠΓΔΜ, που είχε αναγνωριστεί από περισσότερο από τα 2/3 των κρατών-μελών του ΟΗΕ, αλλά και της Ελλάδας, που είχε να αντιμετωπίσει το πολύ πιο ουσιαστικό και ισχυρά γεωπολιτικό πρόβλημα της Τουρκίας.

[…]

Αλλα δυο συμβάντα αξίζουν να σημειωθούν. Και τα δυο αφορούν την πρώτη μου επίσκεψη στα Σκόπια το καλοκαίρι του 2015, η πρώτη επίσημη Ελληνα Υπουργού Εξωτερικού με αυτή την ιδιότητα στη γείτονα χώρα. Πέρα από τη συνάντηση με την ηγεσία της χώρας και του Υπουργείου Εξωτερικών, είχα, όπως ήδη ανέφερα, μια πολύωρη συνέντευξη Τύπου ενώπιον εκατοντάδων δημοσιογράφων, όπου το κύριο θέμα που προέκυψε ήταν ο δικός τους αλυτρωτισμός και η «αρνητική» κατ’ αυτούς στάση της Ελλάδας απέναντι στη χώρα τους, ακόμα και ως προς την ίδια την ύπαρξή της. Η συζήτηση αυτή επιβεβαίωσε τη διαφορετική ανάγνωση που έκανα εγώ σε σχέση με τους περισσότερους άλλους πολιτικούς.

Στην ΠΓΔΜ πράγματι υπήρχε ισχυρός και απαράδεκτος αλυτρωτισμός που φορέας του ήταν, πέρα από ιδιώτες, σειρά από τομείς του κράτους, βαθέος και μη. Οι φορείς αυτοί χρησιμοποιούσαν σύγχρονα μέσα για παλιωμένους σκοπούς. Ή, όπως έλεγε ο Αντόρνο, «ορθολογικά μέσα για ανορθόλογους στόχους» (Adorno 2019 23-4). Αυτό που έκανε ήταν να φετιχοποιεί σύμβολα και ιστορικούς μύθους, που έχουν κατασκευαστεί εκ των υστέρων. Για το ζήτημα αυτό μιλώ, παρακάτω, στα Κεφάλαια για την ιστορία και τη διαπραγμάτευση (Τέταρτο και Πέμπτο Μέρος).

Εδώ θέλω να σημειώσω ότι πίσω από τις διαμαρτυρίες και τις εκφράσεις στενοχώριας, εκεί όπου ο μέσος Ελληνας πολίτης θα έβλεπε προκλητικότητα (που πράγματι υπάρχει και αυτή), εγώ «διάβαζα» και κάτι άλλο: φόβο. Φόβο για τη στάση της Ελλάδας που θεωρούσαν (αδικαιολόγητα ως προς την πλειοψηφία και τις επιλογές του ελληνικού κράτους) ότι ήθελε να τους διαλύσει ως κράτος. Φόβο για το μέλλον τους. Ελλειψη Εμπιστοσύνης στον εαυτό τους. Στην υπέρβαση αυτού του φόβου, της δυσπιστίας, έπρεπε να συμβάλω για να φτάσουμε αργότερα σε Συμφωνία.

Το επόμενο ζήτημα αφορά την ανάλυση που έκανα της εσωτερικής κατάστασης της ΠΓΔΜ. Εδώ, είχα καταλήξει σε τρία συμπεράσματα:

  • Α. Το πρώτο συμπέρασμα ήταν ότι ακόμα και αν ήθελε Λύση ο ομόλογός μου Νικόλας Ποπόσκι, δεν θα τον άφηνε ο Γκρουέφσκι. Και αυτό, διότι το Ονοματολογικό έδινε του Γκρουέφσκι ταυτότητα και, κατά τη γνώμη του, την προοπτική νίκης σε επόμενες εκλογές.
  • Β. Το δεύτερο συμπέρασμα ήταν ότι θα έπρεπε κανείς να αποκτήσει στενές σχέσεις με τον αλβανικό παράγοντα, διότι είχε πολλούς λόγους να θέλει τη Λύση του Ονοματολογικού.
  • Γ. Το τρίτο συμπέρασμα προέκυψε από τη συνάντηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον Σοσιαλιστή Ζόραν Ζάεφ.

Κατάλαβα ότι ήθελε μια λύση. Ο Ζόραν πίστευε ότι ο λαός του θα τον έκανε τον επόμενο Πρωθυπουργό. Τότε λανθασμένα πίστευα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν παραπάνω από δύσκολο. Αποδείχτηκε ότι εκείνος είχε δίκιο. Παρ’ όλα αυτά, μετά την πρώτη συνάντηση, κατάλαβα ότι ήταν ο πολιτικός με τον οποίον θα μπορούσα να παλέψω για τη Λύση και να εμπιστευτούμε ο ένας τον άλλον. Η εκτίμησή μου για τα θετικά χαρακτηριστικά του Ζ. Ζάεφ ήταν ορθή.

Μετά τη γνωριμία μου με την ηγεσία των Αλβανών της Βόρειας Μακεδονίας και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κράτησα σταθερή τη σχέση μαζί τους. Συχνά μιλούσαμε στο τηλέφωνο. Βοήθησα να προστατευτούν από επιθέσεις, πολιτικές και μη. Δημιουργήθηκε μέσα στα χρόνια μια σχέση Εμπιστοσύνης. Αυτή η σχέση γεννήθηκε και μεγάλωσε ενάντια στην τότε βούληση τρίτων. Σχέση που κανείς άλλος δεν είχε στην ελληνική κυβέρνηση ή ανάμεσα στα πρώτα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η Λύση του Ονοματολογικού δεν θα υπήρχε εάν δεν είχε αναπτυχθεί αυτή η σχέση Εμπιστοσύνης για τη Λύση, πολύ πριν αναλάβει ο Ζάεφ την πρωθυπουργία. Ούτε θα είχε συμφωνήσει να αναλάβω εγώ προσωπικά τη σύνταξη του σχεδίου κειμένου της Συμφωνίας χωρίς τη σχέση Εμπιστοσύνης. Ηξερε πολύ καλά ότι εγώ, όπως και εκείνος, ήθελα τη Λύση. Και ήξερε ότι τον σεβόμουν, όπως με σεβόταν, και ότι τον εκτιμούσα, όπως με εκτιμούσε. Υπήρχε μια φιλική σχέση μεταξύ μας εξ αρχής…

Πηγή
Author: Νικόλας Ζηργάνος

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...