Γιατί δεν πρέπει να μας ανησυχεί η διάρκεια των αντισωμάτων κοροναϊού | in.gr

Μοιραστειτε το

Μια ανησυχητική είδηση κυκλοφόρησε τη Δευτέρα: Το ποσοστό των Βρετανών με αντισώματα στον κοροναϊό μειώθηκε περίπου κατά 27% σε ένα διάστημα τριών μηνών από το καλοκαίρι, ανέφεραν ερευνητές τη Δευτέρα, δημιουργώντας ανησυχίες ότι η ανοσία στον ιό θα έχει περιορισμένη διάρκεια.

Όμως αρκετοί ειδικοί αναφέρουν ότι αυτοί οι φόβοι είναι υπερβολικοί. Είναι αναμενόμενο τα επίπεδα αντισωμάτων να μειώνονται καθώς ο οργανισμός νικά μια λοίμωξη, όμως τα κύτταρα του ανοσοποιητικού φέρουν την «ανάμνηση» του ιού και μπορούν να παράγουν νέα αντισώματα σε περίπτωση που χρειαστεί.

Η πτώση των επιπέδων αντισωμάτων μετά το πέρας της οξείας λοίμωξης «είναι ένδειξη μιας υγιούς απόκρισης του ανοσοποιητικού», τονίζει μιλώντας στους Times της Νέας Υόρκης ο Δρ. Σκοτ Χένσλεϊ, ανοσολόγος του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια. «Δεν σημαίνει ότι αυτοί οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν αντισώματα. Δεν σημαίνει ότι δεν έχουν προστασία».

Η έρευνα δημιούργησε και φόβους για την ικανότητα των πιθανών εμβολίων να βοηθήσουν τους πληθυσμούς να αγγίξουν την ανοσία της αγέλης, δηλαδή να έχουν αναπτύξει ανοσία σε επαρκές ποσοστό ώστε να εμποδίσουν την εξάπλωση του κοροναϊού.

Είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε πόσο καιρό θα διαρκέσει η ανοσία στον κοροναϊό και αν οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κολλήσουν εκ νέου μετά από αρκετούς μήνες ή ένα χρόνο αφού αναρρώσουν από κοροναϊό. Ωστόσο, οι ειδικοί πιστεύουν πως ούτε αυτές οι ανησυχίες έχουν λογική βάση.

«Το εμβόλιο δεν είναι ανάγκη να μιμείται ή να αντανακλά μια φυσική λοίμωξη», εξηγεί ο Σέιν Κρότι, ιολόγος στο La Jolla Institute for Immunology. «Δεν θα ανησυχούσα με βάση αυτά τα στοιχεία».

Τα νέα αποτελέσματα δείχνουν πόσο συνηθισμένα είναι τα αντισώματα στον ευρύτερο πληθυσμό και όχι σε συγκεκριμένα άτομα. Αρκετές μελέτες που εξετάζουν τα επίπεδα αντισωμάτων σε ιαθέντες έχουν δείξει ότι μετά την αρχική μείωση, τα επίπεδά τους παραμένουν σταθερά τουλάχιστον για τέσσερις με επτά μήνες.

Η βρετανική έκθεση στηρίζεται σε τρεις κύκλους αιματολογικών εξετάσεων που πραγματοποιήθηκαν σε 350.000 τυχαία επιλεγμένα άτομα από τις 20 Ιουνίου έως τις 28 Σεπτεμβρίου. Οι συμμετέχοντες εξέτασαν τους εαυτούς τους από το σπίτι τους, χρησιμοποιώντας μικρό δείγμα αίματος που άντλησαν τρυπώντας το δάχτυλό τους με μια ειδική βελόνα και λαμβάνοντας θετική ή αρνητική απάντηση για τον εντοπισμό αντισωμάτων τους, με τον τρόπο που παρουσιάζονται και τα αποτελέσματα ενός τεστ εγκυμοσύνης.

Κατά τη διάρκεια του τριμήνου, το ποσοστό των ατόμων με ανιχνεύσιμα αντισώματα στο αίμα τους μειώθηκε στο 4,8% από το αρχικό 6%, αναφέρουν οι ερευνητές. Η μικρότερη πτώση διαπιστώθηκε στα άτομα 18-24 ετών και η μεγαλύτερη σε εκείνους άνω των 75 ετών.

Εξετάζοντας τα στοιχεία με διαφορετική σκοπιά, περίπου το 73% των ατόμων που είχαν αντισώματα εξακολουθούσαν να τα παράγουν ολόκληρους μήνες αργότερα, επισημαίνει στους Times ο Αντόνιο Μπερτολέτι, ιολόγος στο Duke NUS Medical School στη Σιγκαπούρη. «Δεν πρόκειται για δραματική διαφορά».

Τα αντισώματα αντιπροσωπεύουν μόνο μια γραμμή της άμυνας του ανοσοποιητικού, απλώς είναι πιο εύκολη η καταμέτρησή τους. Υπάρχουν τουλάχιστον άλλοι τρεις «τομείς» του ανοσοποιητικού συστήματος ικανοί να αντιμετωπίσουν μία ασθένεια, επομένως τα επίπεδα αντισωμάτων δεν μας δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα.

Όταν το ανθρώπινο σώμα συναντά ένα παθογόνο, παράγει ταχύτατα αντισώματα που αναγνωρίζουν τον εισβολέα. Όταν υποχωρήσει η οξεία λοίμωξη, το ίδιο συμβαίνει και με τα επίπεδά τους – πράγμα απαραίτητο για πρακτικούς λόγους.

«Το λεμφικό σύστημα, όπου βρίσκονται και τα αντισώματα, έχει πεπερασμένη χωρητικότητα», εξηγεί ο Δρ. Χένσλεϊ.

Αναλόγως με το τεστ που χρησιμοποιείται, τα χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στο αίμα, ενδέχεται να μην είναι αρκετά για να δώσουν ένα θετικό αποτέλεσμα. Το τεστ που χρησιμοποιήθηκε στην έρευνα έχει ευαισθησία της τάξης του 84,4%. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνο των εργαστηριακών τεστ, που ξεπερνούν το 99%. Αυτό σημαίνει ότι ενδέχεται να μην καταφέρνει να αναγνωρίσει χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων.

Για παράδειγμα, οι άνθρωποι με ήπια ή καθόλου συμπτώματα μπορεί να παρήγαγαν και λιγότερα αντισώματα από εκείνους που ασθένησαν βαριά. Οι περισσότεροι από τα άτομα που βγήκαν θετικά στο τεστ αντισωμάτων ασθένησαν τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο, κατά την κορύφωση του πρώτου κύματος στη Βρετανία, όμως σχεδόν το 30% δεν θυμόταν να είχε το παραμικρό σύμπτωμα.

Στοιχεία από πρωτεύοντα θηλαστικά δείχνουν ότι τα χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων είναι ικανά να αποτρέψουν μια σοβαρή ασθένεια από την ιό ή ακόμη και την επαναμόλυνση. Ακόμη και αν τα επίπεδά τους είναι τόσο χαμηλά ώστε να καθίστανται μη ανιχνεύσιμα, το σώμα διατηρεί την ανάμνηση του παθογόνου. Αν συναντήσει ξανά τον ίδιο ιό, κύτταρα που θυμίζουν μπαλόνια και βρίσκονται στο μυελό των οστών μπορούν να προχωρήσουν σε μαζική παραγωγή αντισωμάτων μέσα σε λίγες ώρες.

Ένας πολύ μικρός αριθμός ανθρώπων μπορεί να μην καταφέρει να παράγει κανένα αντίσωμα. Όμως ακόμη και εκείνοι ενδέχεται να διαθέτουν κύτταρα του ανοσοποιητικού που ονομάζονται Τ Λεμφοκύτταρα και τα οποία εντοπίζουν και καταστρέφουν τον ιό. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που μολύνονται από κοροναϊό αναπτύσσουν κυτταρικές αντιδράσεις με μεγάλη διάρκεια, σύμφωνα με αρκετές πρόσφατες μελέτες.

Τα Τ Λεμφοκύτταρα είναι μάλλον απίθανο να αποτρέψουν την ίδια τη λοίμωξη, όμως ενδέχεται να προσφέρουν προστασία από τη σοβαρή ασθένεια αμβλύνοντας το χτύπημα που επιφέρει στους ασθενείς, εξηγεί ο Δρ. Κρότι στους Times. Δεδομένων όλων αυτών, συνεχίζει, είναι «λάθος» να ερμηνεύουμε τα χαμηλά επίπεδα αντισωμάτων ως εξαφάνιση της ανοσίας ή ως αιτία ανησυχίας για την αποτελεσματικότητα των εμβολίων.

Για παράδειγμα, ο ιός HPV «δημιουργεί μια εντελώς ανεπαρκή αντίδραση του ανοσοποιητικού και άχρηστα αντισώματα», τονίζει. «Όμως το εμβόλιο, με μία μόνο δόση, δημιουργεί φανταστικά αντισώματα που προσφέρουν 99% προστασία στους ανθρώπους για περισσότερα από 10 χρόνια. Είναι η μέρα με τη νύχτα».

Επιπλέον, τα εμβόλια μπορούν να σχεδιαστούν για να προκαλούν πολύ πιο ισχυρές αντιδράσεις από τη φυσική λοίμωξη, προσθέτει.

Ωστόσο, τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μελέτης αποτελούν μια ενδιαφέρουσα ματιά στην συχνότητα των αντισωμάτων σε επίπεδο πληθυσμού. Η ίδια ερευνητική ομάδα εξετάζει και εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες για τον ίδιο τον ιό. Και οι δύο μελέτες μαζί μπορούν να αποδειχθούν πολύτιμο εργαλείο για τους πολιτικούς που επιχειρούν να υπολογίσουν το μέγεθος της πανδημίας στη χώρα.

Γράψτε το σχόλιό σας

Πηγή
Author: Αλεξάνδρα Πράσσα

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Μέγας ΠΑΟΚ στα πλέι οφ του Conference League

Το πληρέστερο portal ψυχαγωγίας. Σινεμά, Θέατρο, Γεύση, Citylife, Εικαστικά,...

Άσκηση: Πόσος χρόνος αρκεί για να βελτιώσει τη μνήμη

Η άσκηση δεν αποτελεί σύμμαχο μόνο της σωματικής υγείας,...

Τι να κάνετε αν σας πιάσει διάρροια

Σε όλους μας μπορεί να συμβεί να αισθανθούμε εκείνη...