Ένα χωριό που διασχίζει τον χρόνο

Μοιραστειτε το

Αλέκος Ε. Φλωράκης*

Ο συγγραφέας αναδιφά την ιστορία και τους ανθρώπους του, ερευνά και ανασυνθέτει στιγμές που σημάδεψαν τον τόπο, αγώνες, μόχθο, περιπέτειες ανθρώπων και καιρών.

Εκεί που ενώνονται τρία ποτάμια βρίσκεται ο Τριπόταμος. Το λέει και το όνομά του: τρία ποτάμια (σήμερα λαγκάδια, χείμαρροι), «του έρωτα, του πολιτισμού και της αντίστασης», που ενώνονται σε ένα, έχοντας το χωριό στέμμα τους. Πάνωθέ του, προς τον Βορρά, ένας επιβλητικός, απότομος λόφος από γρανίτη, ύψους 640 μέτρων.

Στα πόδια του, προς τον Νότο, η πόλη και η θάλασσα. Ο λόφος («Κάστρο», «Ξώμπουργο») υπήρξε το κέντρο της ζωής του νησιού στα προϊστορικά και τα αρχαϊκά χρόνια και, αιώνες μετά, στη βυζαντινή και τη βενετοκρατούμενη Τήνο. Η πόλη («Αστυ», «Χώρα του Αγίου Νικολάου») γνώρισε την ακμή στην κλασική περίοδο και, αιώνες μετά, κατά την Τουρκοκρατία (1715-1821) και τη σύγχρονη εποχή.

Σ’ αυτό το χωριό περιδιαβαίνουμε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του Γιάννη Σιώτου «Κάποτε στον Τριπόταμο, Ιστορίες έρωτα, πολιτισμού και αντίστασης στη σκιά ενός γρανιτένιου βράχου», έκδοση της Κοινωνίας των (δε)κάτων, Αθήνα 2020.

Τριποταμιανός ο ίδιος, επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο, όχι μόνο στον χώρο αλλά και στον χρόνο. Αναδιφά την ιστορία και τους ανθρώπους του, ερευνά και ανασυνθέτει στιγμές που σημάδεψαν τον τόπο, αγώνες, μόχθο, περιπέτειες ανθρώπων και καιρών. Ξεκινά, με ερωτήματα και συλλογισμούς, ελλείψει πηγών, από τα αρχαία χρόνια.

Μήπως το χωριό ιδρύθηκε όταν οι κάτοικοι του γρανιτένιου λόφου μετακινήθηκαν νοτιότερα, γύρω στον 5ο π.Χ. αιώνα, μήπως ήταν προάστιο του κλασικού άστεως; Πάντως, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν ότι «στην περιοχή του Τριποτάμου χτυπούσε η καρδιά του νησιού, με επίκεντρο το θεσμοφόριο της Δήμητρας». Στα μεσοβυζαντινά χρόνια η παρουσία του οικισμού στον συγκεκριμένο τόπο τεκμαίρεται βέβαιη, με στοιχεία που παραθέτει περιληπτικά ο συγγραφέας.

Το πιστοποιούν ενδείξεις αρχιτεκτονικές (φρουριακή μορφή του χωριού, εκκλησίες βυζαντινής αφετηρίας, επιγραφές), αλλά και ενδείξεις δημογραφικές και ονοματολογικές, καθώς και αναφορές σε μεταγενέστερα έγγραφα, οι οποίες παραπέμπουν στο παρελθόν.

Ακολουθούν τα κεφάλαια για τη βενετική κυριαρχία, την έμμεση όταν το νησί βρισκόταν στην κυριότητα του ευγενούς οίκου Γκίζι (1207-1390), και την άμεση που ακολούθησε, έως το 1715.

Εδώ τα στοιχεία είναι αρκετά: κατάλογοι απογραφών πληθυσμού, βαπτίσεων και θανάτων, αναφορές Βενετών απεσταλμένων, κείμενα περιηγητών, κατάλογοι εκκλησιών, έγγραφα του Αρχείου Καθολικών Τήνου και του Αρχείου της Βενετίας.

Ο Γιάννης Σιώτος, αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, αναφέρεται στην παρουσία και την πολιτική των νέων κυρίαρχων, στον γεωργικό χαρακτήρα του χωριού και στον ιδιότυπο φεουδαλισμό που αναπτύχθηκε στους περί τον Τριπόταμο ιδρυθέντες τότε οικισμούς με τη χαρακτηριστική κατάληξη -άδος (Σπεράδος, Σγαλάδος, Ναζάδος, από το επώνυμο του πρώτου ιδιοκτήτη γης), στις δυσκολίες της ζωής των χωριανών (φορολογικές υποχρεώσεις, αγγαρείες, λιμός του 1315 και καταστροφή της γεωργικής παραγωγής), στην προσαρμογή τους στο «μοντέλο διοίκησης της Γαληνοτάτης», στις καταγγελίες τους για τις αυθαιρεσίες των αρχόντων, στους πρωτόγερους, στην παρουσία της Δυτικής Εκκλησίας, στις συνέπειες των βενετο-τουρκικών πολέμων, αλλά και σε ιστορίες ερώτων και αιχμαλωσιών.

Περνώντας στις επόμενες χρονολογικά εποχές, τα στοιχεία όλο και πληθαίνουν.

Στο κεφάλαιο «Η εποχή της Τουρκοκρατίας», ο συγγραφέας τοποθετεί τον Τριπόταμο μέσα στη νέα κατάσταση του νησιού, που τη χαρακτηρίζουν η ένταξη στις εμπορικές και μεταναστευτικές διαδρομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η συνακόλουθη οικονομική ανάπτυξη, η οικοδομική έξαρση, η αυτοδιοίκηση λόγω απουσίας Τούρκων από το νησί, οι αντιθέσεις των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων (ήπιες πάντως όσον αφορά τον αμιγώς ορθόδοξο Τριπόταμο), οι πολιτικές συγκρούσεις των αρχοντικών οικογενειών και, πάντα, οι ερωτικές και καθημερινές ανθρώπινες ιστορίες.

Παραθέτει καταλόγους των οικογενειών που κατοικούσαν στο χωριό και των ενοριών του, οικονομικούς προϋπολογισμούς και επιγραφές οικοδομημάτων. Αναφέρεται επίσης στις συνελεύσεις των κατοίκων ενάντια στα φορολογικά βάρη και τη διαμάχη τους με τους προεστούς.

Ακολουθεί το κεφάλαιο για την εποχή της Επανάστασης και της Ανεξαρτησίας, εστιάζοντας στην οικονομική συνεισφορά του χωριού για τον Αγώνα, την αντιπαράθεση συντηρητικών προκρίτων και λαού, τον μικρό «εμφύλιο» συμφερόντων με το γειτονικό χωριό Κτικάδος, τις καθέδρες και τα ιδιωτικά ξωκλήσια, σε πληθυσμιακά και άλλα στατιστικά στοιχεία, σε εξέχουσες προσωπικότητες του χωριού (όπως ο δάσκαλος Αλέξανδρος Μπον και οι ζωγράφοι Δημήτριος και Φραγκίσκος Δεσύπρης), σε διαθήκες, σε μαρτυρίες παλαιών συγγραφέων, στους εκλογικούς καταλόγους του 19ου αιώνα και στα προκύπτοντα από αυτούς στοιχεία, στην ανθρωπογεωγραφία του χωριού, την παιδεία και τη μετανάστευση, τα συμβάντα κατά τα καποδιστριακά χρόνια, τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Μεσοπόλεμο.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, με πολλές πρωτογενείς μαρτυρίες, παρουσιάζουν τα όσα αναφέρονται αναλυτικά (ενίοτε και εν είδει ημερολογίου) στον τορπιλισμό του ευδρόμου «Ελλη», τον πόλεμο του 1940 και την ιταλική κατοχή. Περνούν με ενάργεια μπροστά στα μάτια του αναγνώστη ο ενθουσιασμός και ο φόβος, η κινητοποίηση και ο αποκλεισμός, οι διαταγές των Ιταλών για δέσμευση των αγροτικών προϊόντων, οι επινοήσεις για την απόκρυψή τους από τους χωριανούς και άλλα πολλά.

Το τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο «Η νέα εποχή», μας προσγειώνει στη σημερινή πληθυσμιακή συρρίκνωση του χωριού, την «ισοπεδωτική μανία του τουρίστα εισβολέα», την πολιτισμική έκπτωση, την εγκατάλειψη και αλλοίωση του αγροτικού χώρου, την αστικοποίηση και τη στροφή σε άλλες επαγγελματικές ασχολίες, κυρίως τουριστικές. Το βιβλίο του Γιάννη Σιώτου δεν είναι επιστημονικό πόνημα Ιστορίας ούτε ελεύθερη λογοτεχνική αφήγηση.

Συνδυάζοντας όμως την ιστορική πιστότητα και την αμεσότητα της έκφρασης, πετυχαίνει να αποδώσει τη διαχρονική διαδρομή του τόπου, μέσα από τον μύθο, την καταγραφή και τη μαρτυρία των ανθρώπων του, με τρόπο εύληπτο, επαγωγικό και δροσερό, και να κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Παράλληλα, λειτουργεί ως «εγκόλπιο» τοπικής μικροϊστορίας, συντελώντας στην πατριδογνωσία και στην ενίσχυση της τοπικής ταυτότητας των συγχωριανών του, των μακράν και των εγγύς.

Λυρικά γραμμένος ο πρόλογος του βιβλίου από τον ποιητή Ντίνο Σιώτη, συγχωριανό του συγγραφέα και επίσης εραστή του γενέθλιου τόπου.

*Δρ εθνολόγος-λαογράφος και ποιητής


Ο Γιάννης Σιώτος είναι τακτικός αρθρογράφος της «Εφημερίδας των Συντακτών». Η «Εφ.Συν.» πρόσφερε στους αναγνώστες της τρία βιβλία του:

● Το χρέος
● Από τη σταφίδα και τον καπνό στα τσάρτερ
● To κεραμίδι που κλαίει

Πηγή
Author:

spot_img
spot_img
spot_img
spot_img

Σχετικα Αρθρα

Η δική μου αποτίμηση των χθεσινών εκλογών

Οι σχεδόν 215.000 πολίτες που συμμετείχαμε χτες στις εκλογές...

Μας ξαγρυπνά το όνειρο

Η ζωή μας είναι γεμάτη από όνειρα, όνειρα που...

Απίστευτη αναλγησία από την μνημονιακότερη Κυβέρνηση …

Τους τελευταίους μήνες αυτή η υποταγμένη, μνημονιακότερη  κυβέρνηση των...

Συλλήψεις υπουργών στον Νίγηρα, εκκενώνουν Γάλλοι και Ιταλοί

Ραγδαίες εξελίξεις μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στον Νίγηρα, που...